Όταν επικοινώνησε μαζί μου ο Σπύρος Αραβανής και μου ζήτησε να πω δυο λόγια για τη Στέλλα Βλαχογιάννη και το Ιατρείον Ασμάτων ομολογώ πως μούδιασα. Όχι γιατί είμαι άσχετος με το θέμα, ούτε λόγω της φυσικής συστολής προς την άμεση δημόσια έκφραση. Ο κύριος λόγος είναι ότι ως ιδιοσυγκρασία επιλέγω τις μεγαλύτερες προσωπικές αλήθειες και αγάπες μου να μην τις δηλώνω ξεκάθαρα. Προτιμώ να τις προστατεύω από τη λογική αυτού του κόσμου μη και μου ζητηθεί να εξηγηθούν ή να τις δικαιολογήσω με όρους πραγματικότητας. Νομίζω γι’ αυτό αγάπησα τόσο νωρίς και τόσο έντονα την κωδικοποιημένη έκφραση της αλήθειας που ονομάζεται τραγούδι.
Στην περίπτωση της Στέλλας όμως το ναι ήταν τόσο αυτονόητο και αυθόρμητο που έβαλα στην άκρη επιφυλάξεις, φόβους και ανασφάλειες. Κι αυτό γιατί ένα μέρος της προσωπικής αλήθειας μου – όσο βαρύ κι αν ακουστεί αυτό, τη χρωστάω στη γιατρό της καρδιάς μου – όπως την αποκαλώ τα τελευταία χρόνια. Κι η αποψινή βραδιά είναι μια καλή ευκαιρία να το δηλώσω επιτέλους δημόσια, να καταγραφεί στο χρόνο ενώπιον μαρτύρων.
Επέλεξα να μιλήσω για τα πρόσωπα αυτής της παράξενης φωνής, όπως εμφανίζονταν ένα – ένα με διαφορετικές ιδιότητες στη ζωή μου σαν leit motif ενός ανθρώπου που φαινόταν από πολύ νωρίς πως δεν ήταν περαστικός, αλλά μια από αυτές τις εκλεκτικές συγγένειες, που στις παραχωρεί η ζωή όταν αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν υπάρχουν άλλοι παράξενοι άνθρωποι σαν εσένα.
Η Στέλλα Βλαχογιάννη εμφανίστηκε νομοτελειακά στη ζωή μου από απόσταση: το όνομα της αρχικά συνώνυμο της μάχιμης δημοσιογραφίας, με συνεντεύξεις σημείο αναφοράς. Θυμάμαι τα χρόνια του Διφώνου, όταν άρχιζα δειλά να γνωρίζω την ελληνική μουσική, να βλέπω την υπογραφή της Βλαχογιάννη ως εγγύηση αξιοπιστίας, αξιοπρέπειας, ουσίας και βαθιάς γνώσης. Ασφάλειας.
Ακολούθησε η ιδιότητα που αποκηρύσσει κάθε φορά που την επικαλούμαι με ευγνωμοσύνη: αυτή της ποιήτριας. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που έπεσε στα χέρια μου η «θλίψη του σώματος». Το δέος με το οποίο καταβρόχθιζα κυριολεκτικά κάθε λέξη, τις τρεμάμενες υπογραμμίσεις, τις διαρκείς αναγνώσεις, αποστηθίσεις και υιοθεσίας ολόκληρων φράσεων. Τα δάκρυα της σαντέζας όταν διαβάζαμε μαζί το βιβλίο και το κυριότερο: την κατοχύρωση – εν αγνοία της τότε ακόμα – της αιώνιας μυστικής μας συγγένειας στη ζωή, στο γράψιμο, στη θλίψη και στον πόνο. Στους άλλους. Στα λόγια και στη σιωπή...
Κι ύστερα ήρθε ο ήχος. Το Iατρείο. Δε θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα την εκπομπή. Προφανώς κάποιος μου το σφύριξε, κάπου άκουσα την προσθήκη του ονόματός της στο δυναμικό του Β προγράμματος, ίσως πάλι την πέτυχα εντελώς τυχαία, πέφτοντας πάνω σε ένα από τα παράξενα, απρόβλεπτα κι αγαπημένα τραγούδια που επιλέγει να στηρίζει. Αυτό που θυμάμαι πάντως είναι ότι ο κόσμος να χαλούσε, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω την εκπομπή της Τετάρτη βράδυ. Για μια ώρα κάθε βδομάδα έκλεινα όλα τα φώτα και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι αφηνόμουν στην αλήθεια αυτής της φωνής δίχως πρόσωπο. Αφουγκραζόμουν, ψυχαναλυόμουν, σκεφτόμουν, σπούδαζα το τραγούδι και προσπαθούσα να τρυπώσω πίσω απ’ τη σαρκαστική χροιά, να εξιχνιάσω τη μελαγχολία της, να ακουμπήσω πάνω της, να δεθώ μαζί της.
Στο Ιατρείο Ασμάτων οφείλω τον τίτλο (κι όχι την ιδιότητα) Ακροατής. Γιατί στην πολύπαθη επικράτεια που ονομάζεται ραδιόφωνο ο ακροατής είναι τίτλος ευγενείας και απονέμεται σε επίμονες εξαιρέσεις ύστερα από κοπιαστική δουλειά του υπό εξαφάνιση πια μάγου παραγωγού, ενός ανθρώπου με γνώση, θέση, άποψη, ειλικρίνεια και γοητεία, αυτά που εκείνη η φωνή από τις πρώτες κιόλας ακροάσεις μου, διέθετε και μοίραζε με γενναιοδωρία.
Ακόμα και σήμερα το Ιατρείο φαντάζει στο νου μου αντάρτικο. Αυτή τη μια και μοναδική ώρα της εβδομάδας δε νιώθω ότι ακούω απλά ραδιόφωνο, δε γεμίζω καταχρηστικά με ήχους τη σιωπή και σε καμιά περίπτωση δεν το χρησιμοποιώ ως υπόκρουση σε άλλες ασχολίες. Η ακρόαση του Ιατρείου και 2-3 άλλων εκπομπών που επιμένουν να αντιστέκονται στο αυτοματοποιημένο παιχνίδι του συρμού, είναι θέση, άποψη, στάση ζωής και αισθητικής.
Δεν είμαστε εστέτ όσοι ακούμε με προσήλωση το Ιατρείο. Είμαστε οι κάμποσοι που κούρασε η φασαρία του κόσμου, αυτοί που ψάχνουν το ήρεμο, μέσα τους, καταφύγιο, όλοι όσοι ζητούν συνειδητά την ενεργοποίηση της αυθεντικής, λυτρωτικής, ανθρώπινης συγκίνησης. Κι όσο έχουμε αυτόν τον άνθρωπο που δε διστάζει να εκθέτει τις ευαισθησίες, τη γνώση, την οργή, το θυμό και τις αγάπες του είμαστε τυχεροί. Όσο έχει το κουράγιο και τη δύναμη να αυτοπυρπολείται αιωρούμενη δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα.
Κι όπως έρχεται πάντα η ζωή να επισφραγίσει εκείνες τις καρμικές σχέσεις που συντελούνται πριν γίνουν κατά πρόσωπο συναντήσεις, είχα την τύχη να γνωρίσω και προσωπικά τη Στέλλα. Θυμάμαι ακόμα την οικεία φωνή στο τηλέφωνο να ζητά με επισημότητα τον Κύριο Γεράσιμο Ευαγγελάτο… Και σύντομα η φωνή στην άλλη γραμμή απέκτησε πρόσωπο. Και το πρόσωπο έγινε πολύ σύντομα αγκαλιά. Όχι εύκολα, ούτε άκοπα. Δυνατά όμως και καθοριστικά. Κι από αγαπημένη δασκάλα σε χωράφια άγνωστα κι ανεξιχνίαστα, χωρίς να καταλάβω κι εγώ καλά – καλά πως, η σχέση μας έγινε ένα μαγικό δέσιμο από εκείνα τα μεταφυσικά που επιμένω μετά μανίας να αναζητώ στη ζωή μου.
Κι εδώ κανονικά θα έπρεπε να μιλήσω για το άλλο πρόσωπο της Στέλλας Βλαχογιάννη, αυτό το πολύ δικό μου και προσωπικό, που έχω την τύχη να γνωρίζω επειδή επιλέγει να το μοιράζεται μαζί μου μέσα από βλέμματα, παύσεις, ζεστές αγκαλιές, σπάνιες συναντήσεις και αυστηρά επιλεγμένες λέξεις. Κι είχα αποφασίσει να το κάνω. Γιατί της το χρωστάω να εκτεθώ μια φορά και της το ‘χω τάξει. Κάτι μ’ εμποδίζει όμως και πάλι. Όχι γιατί δε μπορώ να βρω τις λέξεις – αν προσπαθήσω κάτι θα καταφέρω – αλλά γιατί το μεγάλο δώρο της επικοινωνίας μου με τη γιατρό μου είναι η σπάνια σιωπή των ανθρώπων που μοιράζονται μια κοινή αλήθεια.
Κι αν κάποτε αποφασίσω να στριμώξω αυτή την αλήθεια σε δυο λέξεις, θα τη γράψω σε ένα μικρό χάρτινο αστέρι από εφημερίδα, θα του βάλω φωτιά και θα το αφήσω ελεύθερο σαν εκείνο το χαρτάκι που το ταξίδευε ο αέρας στους δρόμους της Αθήνας.
Μέχρι τότε όμως, θα τα λέμε στις σιωπές...
(κείμενο που γράφτηκε από τον Jirashimosu για το αφιέρωμα στη Στέλλα Βλαχογιάννη και το Ιατρείον Ασμάτων στον Ιανό στις 16 Μαρτίου 2010)
Στην περίπτωση της Στέλλας όμως το ναι ήταν τόσο αυτονόητο και αυθόρμητο που έβαλα στην άκρη επιφυλάξεις, φόβους και ανασφάλειες. Κι αυτό γιατί ένα μέρος της προσωπικής αλήθειας μου – όσο βαρύ κι αν ακουστεί αυτό, τη χρωστάω στη γιατρό της καρδιάς μου – όπως την αποκαλώ τα τελευταία χρόνια. Κι η αποψινή βραδιά είναι μια καλή ευκαιρία να το δηλώσω επιτέλους δημόσια, να καταγραφεί στο χρόνο ενώπιον μαρτύρων.
Επέλεξα να μιλήσω για τα πρόσωπα αυτής της παράξενης φωνής, όπως εμφανίζονταν ένα – ένα με διαφορετικές ιδιότητες στη ζωή μου σαν leit motif ενός ανθρώπου που φαινόταν από πολύ νωρίς πως δεν ήταν περαστικός, αλλά μια από αυτές τις εκλεκτικές συγγένειες, που στις παραχωρεί η ζωή όταν αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν υπάρχουν άλλοι παράξενοι άνθρωποι σαν εσένα.
Η Στέλλα Βλαχογιάννη εμφανίστηκε νομοτελειακά στη ζωή μου από απόσταση: το όνομα της αρχικά συνώνυμο της μάχιμης δημοσιογραφίας, με συνεντεύξεις σημείο αναφοράς. Θυμάμαι τα χρόνια του Διφώνου, όταν άρχιζα δειλά να γνωρίζω την ελληνική μουσική, να βλέπω την υπογραφή της Βλαχογιάννη ως εγγύηση αξιοπιστίας, αξιοπρέπειας, ουσίας και βαθιάς γνώσης. Ασφάλειας.
Ακολούθησε η ιδιότητα που αποκηρύσσει κάθε φορά που την επικαλούμαι με ευγνωμοσύνη: αυτή της ποιήτριας. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που έπεσε στα χέρια μου η «θλίψη του σώματος». Το δέος με το οποίο καταβρόχθιζα κυριολεκτικά κάθε λέξη, τις τρεμάμενες υπογραμμίσεις, τις διαρκείς αναγνώσεις, αποστηθίσεις και υιοθεσίας ολόκληρων φράσεων. Τα δάκρυα της σαντέζας όταν διαβάζαμε μαζί το βιβλίο και το κυριότερο: την κατοχύρωση – εν αγνοία της τότε ακόμα – της αιώνιας μυστικής μας συγγένειας στη ζωή, στο γράψιμο, στη θλίψη και στον πόνο. Στους άλλους. Στα λόγια και στη σιωπή...
Κι ύστερα ήρθε ο ήχος. Το Iατρείο. Δε θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα την εκπομπή. Προφανώς κάποιος μου το σφύριξε, κάπου άκουσα την προσθήκη του ονόματός της στο δυναμικό του Β προγράμματος, ίσως πάλι την πέτυχα εντελώς τυχαία, πέφτοντας πάνω σε ένα από τα παράξενα, απρόβλεπτα κι αγαπημένα τραγούδια που επιλέγει να στηρίζει. Αυτό που θυμάμαι πάντως είναι ότι ο κόσμος να χαλούσε, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω την εκπομπή της Τετάρτη βράδυ. Για μια ώρα κάθε βδομάδα έκλεινα όλα τα φώτα και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι αφηνόμουν στην αλήθεια αυτής της φωνής δίχως πρόσωπο. Αφουγκραζόμουν, ψυχαναλυόμουν, σκεφτόμουν, σπούδαζα το τραγούδι και προσπαθούσα να τρυπώσω πίσω απ’ τη σαρκαστική χροιά, να εξιχνιάσω τη μελαγχολία της, να ακουμπήσω πάνω της, να δεθώ μαζί της.
Στο Ιατρείο Ασμάτων οφείλω τον τίτλο (κι όχι την ιδιότητα) Ακροατής. Γιατί στην πολύπαθη επικράτεια που ονομάζεται ραδιόφωνο ο ακροατής είναι τίτλος ευγενείας και απονέμεται σε επίμονες εξαιρέσεις ύστερα από κοπιαστική δουλειά του υπό εξαφάνιση πια μάγου παραγωγού, ενός ανθρώπου με γνώση, θέση, άποψη, ειλικρίνεια και γοητεία, αυτά που εκείνη η φωνή από τις πρώτες κιόλας ακροάσεις μου, διέθετε και μοίραζε με γενναιοδωρία.
Ακόμα και σήμερα το Ιατρείο φαντάζει στο νου μου αντάρτικο. Αυτή τη μια και μοναδική ώρα της εβδομάδας δε νιώθω ότι ακούω απλά ραδιόφωνο, δε γεμίζω καταχρηστικά με ήχους τη σιωπή και σε καμιά περίπτωση δεν το χρησιμοποιώ ως υπόκρουση σε άλλες ασχολίες. Η ακρόαση του Ιατρείου και 2-3 άλλων εκπομπών που επιμένουν να αντιστέκονται στο αυτοματοποιημένο παιχνίδι του συρμού, είναι θέση, άποψη, στάση ζωής και αισθητικής.
Δεν είμαστε εστέτ όσοι ακούμε με προσήλωση το Ιατρείο. Είμαστε οι κάμποσοι που κούρασε η φασαρία του κόσμου, αυτοί που ψάχνουν το ήρεμο, μέσα τους, καταφύγιο, όλοι όσοι ζητούν συνειδητά την ενεργοποίηση της αυθεντικής, λυτρωτικής, ανθρώπινης συγκίνησης. Κι όσο έχουμε αυτόν τον άνθρωπο που δε διστάζει να εκθέτει τις ευαισθησίες, τη γνώση, την οργή, το θυμό και τις αγάπες του είμαστε τυχεροί. Όσο έχει το κουράγιο και τη δύναμη να αυτοπυρπολείται αιωρούμενη δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα.
Κι όπως έρχεται πάντα η ζωή να επισφραγίσει εκείνες τις καρμικές σχέσεις που συντελούνται πριν γίνουν κατά πρόσωπο συναντήσεις, είχα την τύχη να γνωρίσω και προσωπικά τη Στέλλα. Θυμάμαι ακόμα την οικεία φωνή στο τηλέφωνο να ζητά με επισημότητα τον Κύριο Γεράσιμο Ευαγγελάτο… Και σύντομα η φωνή στην άλλη γραμμή απέκτησε πρόσωπο. Και το πρόσωπο έγινε πολύ σύντομα αγκαλιά. Όχι εύκολα, ούτε άκοπα. Δυνατά όμως και καθοριστικά. Κι από αγαπημένη δασκάλα σε χωράφια άγνωστα κι ανεξιχνίαστα, χωρίς να καταλάβω κι εγώ καλά – καλά πως, η σχέση μας έγινε ένα μαγικό δέσιμο από εκείνα τα μεταφυσικά που επιμένω μετά μανίας να αναζητώ στη ζωή μου.
Κι εδώ κανονικά θα έπρεπε να μιλήσω για το άλλο πρόσωπο της Στέλλας Βλαχογιάννη, αυτό το πολύ δικό μου και προσωπικό, που έχω την τύχη να γνωρίζω επειδή επιλέγει να το μοιράζεται μαζί μου μέσα από βλέμματα, παύσεις, ζεστές αγκαλιές, σπάνιες συναντήσεις και αυστηρά επιλεγμένες λέξεις. Κι είχα αποφασίσει να το κάνω. Γιατί της το χρωστάω να εκτεθώ μια φορά και της το ‘χω τάξει. Κάτι μ’ εμποδίζει όμως και πάλι. Όχι γιατί δε μπορώ να βρω τις λέξεις – αν προσπαθήσω κάτι θα καταφέρω – αλλά γιατί το μεγάλο δώρο της επικοινωνίας μου με τη γιατρό μου είναι η σπάνια σιωπή των ανθρώπων που μοιράζονται μια κοινή αλήθεια.
Κι αν κάποτε αποφασίσω να στριμώξω αυτή την αλήθεια σε δυο λέξεις, θα τη γράψω σε ένα μικρό χάρτινο αστέρι από εφημερίδα, θα του βάλω φωτιά και θα το αφήσω ελεύθερο σαν εκείνο το χαρτάκι που το ταξίδευε ο αέρας στους δρόμους της Αθήνας.
Μέχρι τότε όμως, θα τα λέμε στις σιωπές...
(κείμενο που γράφτηκε από τον Jirashimosu για το αφιέρωμα στη Στέλλα Βλαχογιάννη και το Ιατρείον Ασμάτων στον Ιανό στις 16 Μαρτίου 2010)
2 comments:
Ο γραπτός λόγος την ίδια συγκίνηση προκαλεί αν είναι περιτυλιγμένος με ταλέντο και γραμμένος με αλήθεια. :-p
Εγώ πάλι νομίζω ότι το πιό συγκινητικό στο λόγο σου αυτόν ήσουν ο ίδιος εσύ εκείνο το βράδυ ;)
Post a Comment