Thursday, December 30, 2010

10+1


Το κάνω κάθε χρόνο. Πιέζω τον εαυτό μου να το κάνει και φέτος. Έχοντας διαπιστώσει ότι η μνήμη μου εξασθενεί χρόνο με το χρόνο, το blog είναι –τελικά- το μόνο μέσο για να μπορώ να ανατρέξω στο παρελθόν όταν παραστεί ανάγκη.

Ιδού λοιπόν τα 10+1 πράγματα που κρατώ από τη χρονιά που πέρασε (με όσο το δυνατόν πιο αυστηρή χρονολογική σειρά):

1. Studio για το Μέτρημα. Το σημαδιακό βράδυ που ακολούθησε την ηχογράφηση.
2. Ένα ταξίδι – αστραπή στη Θεσσαλονίκη χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Απλά για μια βόλτα κατά μήκος του λιμανιού.
3. Το La vie en Rose από τον Louis Armstrong και την σημασία που απέκτησε.
4. Οι «ρώσικες νύχτες» κι η Άνοιξη που σηματοδότησαν.
5. Το «Μην παίζεις με τα χώματα» της Γιατρού της Καρδιάς μου κι η ευλογία να παρακολουθήσω μια παράσταση - συνεδρία με τη συγγραφέα παλλόμενη πλάι μου.
6. «Εισιτήρια Διπλά». Κι όλη η μνήμη, οι αναφορές, οι άνθρωποι που περιέχουν. Όσο υπάρχει αυτός ο δίσκος νιώθω τις αναμνήσεις μου ασφαλείς.
7. Πρόβες και παράσταση στο ΜΕΤΡΟ. Ένας χώρος που η σκηνή του για μας ήταν όνειρο. Φέτος επιστρέφουμε.
8. Το καλοκαίρι στο Παρίσι. Τα Ispahan στο Laduree, ο noisette, τα croque monsieur, το βροχερό Marais, το γέλιο μιας νύχτας στη Champs Elysees, η Νίκη της Σαμοθράκης, οι lomo.
9. Το φθινόπωρο στο Λονδίνο. Το Passion στο Donmar, o Jonsi, οι βόλτες στο Hyde Park και στη νότια όχθη, τα sushi και τα veggie και το τελευταίο γεύμα των 6 λιρών.
10. Ο Άλεξ κι η Ρίτα. Όλα όσα σηματοδοτούν κι η ανυπομονησία να τους δω μπροστά μου. Το φως κι η αγάπη που έφεραν στη ζωή μου.

+1. Που ακόμα χρωστάω κι ακόμα μου χρωστάνε κι έμαθα να μη βιάζομαι. Που αν έρθουν όσα επιθυμώ καλώς, αν όχι δεν έγινε και τίποτα. Που κάνω ακόμα σχέδια.


Wednesday, December 15, 2010

θα 'ρθει μια μέρα


Θα 'ρθει μια μέρα που θα αναθεωρήσουμε το αίμα μας, θα σφίξουμε τα χέρια και θα πούμε "χαίρω πολύ".

Στην αρχή θα είναι τυπικό κι έπειτα αυτονόητο. Θα λέμε πως η σπίθα ήταν εκεί από πάντα. Και θα ‘μαστε πραγματικά ανόητοι, γιατί όντως υπήρχε εκεί από πάντα.

Απλά ξεχνάμε. Από τη φύση μας. Γιατί αλλιώς θα κινδυνεύαμε από πρόωρο θάνατο, ή από θλίψη με αιτία.

Τα μεταφυσικά που κάποτε μας ένωσαν θα γίνουν γέρικα σκυλιά του καναπέ, που θα τρομάζουν στον παραμικρό θόρυβο.

Το σπίτι θα είναι ήσυχο. Το ιδανικό καταφύγιο.

Θα πίνουμε αρωματικά τσάγια με ασυνήθιστες προσμίξεις και θα συζητάμε επί παντός επιστητού, μπερδεύοντας γεγονότα μιας παλιάς και μακρινής ζωής, με τα ψώνια της εβδομάδας η την κατάντια της τηλεόρασης.

Θα τελειώσουμε τις μέρες μας, σαν ένας άνθρωπος. Ένας και μόνος άνθρωπος στην αναζήτηση του άλλου του μισού.

Θα μας λείπει κάτι. Κάτι που κάποτε το ξέραμε καλά και τώρα μας διαφεύγει. Λόγω της μνήμης. Και της σκόνης. Κυρίως της μνήμης.

Τα βράδια θα λέμε ένα «δε βαριέσαι»και θα πέφτουμε για ύπνο - κρατώντας από ένα ημισφαίριο του εγκεφάλου ο καθένας.

Το επόμενο πρωί θα μας ξυπνάει το τέλος του ίδιου ονείρου. Θα μοιραζόμαστε τα όνειρα μας, εκτός από μερικές μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες, που θα τις λέμε ασυνείδητο.

Θα παίρνουμε μια βαθιά αναπνοή, θα τινάζουμε τα χώματα από το κρεβάτι και τα γόνατά μας και θα σηκωνόμαστε.

Ώσπου θα 'ρθει και πάλι μια μέρα, ίδια κι απαράλλακτη με την πρώτη, που θα αναθεωρήσουμε και πάλι το αίμα μας, θα σφίξουμε τα χέρια και θα πούμε «χαίρω πολύ».

Θα έχει περάσει μια ζωή κι εμείς θα είμαστε μόλις στην αρχή.

Monday, December 13, 2010

Έπιασε κρύο


«Έπιασε κρύο...»

Είπε κι άναψε τσιγάρο. Μηχανικά. Κινηματογραφικά. Δεν είχε ανάγκη τη νικοτίνη, αλλά την κίνηση. Όταν ανάβεις τσιγάρο αποπνέεις μια αυτοπεποίθηση.

Επαναλαμβάνοντας αυτή την κίνηση που έχεις κάνει εκατομμύρια φορές στο παρελθόν, μοιάζεις να ξέρεις τι κάνεις, τι λες, τι ετοιμάζεσαι να πεις. Κι ας μην έχεις ιδέα.

Το κρύο ήταν μια αφορμή. Ο καιρός είναι πάντα αφορμή. Αποσυμπιέζει μια κατάσταση. Ο καιρός είναι οικείος. Κάθε καιρός. Βάζει λέξεις, οικείες λέξεις, στη σειρά και δημιουργεί ασφάλεια. Όταν μιλάμε για βροχή, για συννεφιές, για κρύο ή για ζέστη, είμαστε αδέρφια. Όλοι από κάτι κρύο θέλουμε να ξεφύγουμε και κάπου ζεστά να πάμε.

Το πρόσωπο απέναντι ένωσε το βλέμμα με τις πλάκες του πεζοδρομίου. Ένιωσε ένα σύννεφο καπνού να τυλίγει το κεφάλι του, βαθιά, μέχρι τις σκέψεις. Οι οικείες λέξεις μπερδεύονταν με έννοιες άγνωστες. Η αμηχανία είχε εξαφανιστεί. Είχε δώσει τη θέση της σε μια βαθιά συγγένεια. Όχι τόσο με το συνομιλητή, όσο με τη νύχτα.

Το πρόσωπο απέναντι σήκωσε το βλέμμα και το κάρφωσε με αποφασιστικότητα στο σύννεφο του καπνού. Άνοιξε το στόμα: Ακατάληπτες λέξεις μαγνήτισαν η μία την άλλη και μπήκαν σε μια αυτονόητη σειρά.

Επανέλαβε καθαρά:

«Έπιασε κρύο...»

Όταν διαλύθηκε το σύννεφο μπόρεσε να δει το βλέμμα του να καθρεφτίζεται στα πρόσωπα των χιλίων ρολογιών της φωτισμένης βιτρίνας.

Friday, December 10, 2010

ο συνεπιβάτης


Ανέβαινα στο κέντρο με το λεωφορείο, όταν ήρθε και κάθισε δίπλα μου ένας καλοντυμένος νεαρός άνδρας. Κρίνοντας από τη φωνή του ήταν πάνω κάτω στην ηλικία μου. Μιλούσε στο κινητό του. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην ωτακουστία (άλλωστε είναι ένα από τα κεράσματα της μετακίνησης με μέσα μαζικής μεταφοράς), όταν διατύπωσε τη φράση «είναι οι τελευταίες μου μέρες εδώ. Την Παρασκευή το απόγευμα φεύγω για πάντα».

Η αφήγηση συνεχίστηκε για το πως απολύθηκε τον Ιούλιο κι από τότε δεν έχει βρει καμία σταθερή δουλειά, για το πως τον τελευταίο καιρό, εργάζεται «μαύρα» ακόμα και τις Κυριακές σε ένα γραφείο τελετών ενός οικογενειακού γνωστού και πως πήρε τη σημαντική απόφαση να τα μαζέψει και να φύγει μια και καλή από την Ελλάδα, περνώντας απέναντι, στην Τουρκία, όπου στόχευε να ανοίξει ένα μαγαζί στα Άδανα. Το τουρκικό κράτος, είπε, θα του προσέφερε ένα σημαντικό αρχικό κεφάλαιο, μείωση στο επιτόκιο αν κατάφερνε να κρατήσει για 3 χρόνια μια επιχείρηση, έστω με έναν υπάλληλο και το βασικότερο αστυνομική στήριξη ενάντια σε κάθε είδους «προστασία». Μια αντίστοιχη ευκαιρία στην Ελλάδα, φαίνεται -λέει- ασύλληπτη: Μόνο το κεφάλαιο για ένα υποτυπώδες συνοικιακό καφέ ξεπερνάει τις 250.000 ευρώ – χώρια τα λαδώματα.

Ο νεαρός ακουγόταν ψύχραιμος και κατασταλαγμένος. Σαν να είχε περάσει πολλές ώρες σκέψης πριν καταλήξει στο μοναδικό συμπέρασμα: Η πατρίδα του δεν τον χωράει. Αυτό που με αναστάτωσε ήταν ότι η φωνή του δεν είχε ίχνος από την απογοήτευση ή το παράπονο που θα περίμενα. Αν το διάβαζα σε μυθιστόρημα, ο συγγραφέας θα είχε φροντίσει να προσδώσει αυτό τον απαραίτητο δραματικό τόνο που θα έκανε το συμβάν κοινωνική καταγγελία. Όμως το αγόρι που καθόταν δίπλα μου, αρνιόταν να πάρει τη μορφή ενός σύγχρονου μετανάστη, εκπρόσωπου μιας εθνικής τραγωδίας. Ήταν μάλλον ένας πρακτικός άνθρωπος που αντιμετώπιζε μια κατάσταση. Ένας νέος που δεν ένιωθε απογοήτευση για την προδοσία της πατρίδας, γιατί προφανώς δεν ένιωθε τη γη που τον γέννησε περισσότερο πατρίδα από την ευημερία του.

Είδα πρώτη φορά την κρίση σα μια πραγματικότητα της εποχής. Σαν την αρχή ή το τέλος ενός ταξιδιού, που όταν ξεφύγει από τις κορώνες θα δείξει τον πραγματικό του προορισμό. Είδα ότι πρόκειται για μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει πέρα από τις δαιμονοποιήσεις και τις εσχατολογίες των μέσων και του ψιθύρου του όχλου, ως η αναπόφευκτη πορεία μιας γενιάς. Είδα ότι η κρίση πριν σε αγγίξει, σε σκουντάει τυχαία στο δρόμο λέγοντας ένα «με συγχωρείτε» με το στόμα ενός αγνώστου, κι έρχεται και κάθεται δίπλα σου στο λεωφορείο. Την είδα σαν ένα ιστό που περιπλέκεται αθόρυβα, γύρω από ένα Έθνος τυχαίων περαστικών.

Ο νεαρός άνδρας κατέβηκε στο Φωταέριο. Όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να δω το πρόσωπό του. Όχι φυσικά ότι θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Οι πιθανότητες να ξαναδώ ένα πρόσωπο που την επόμενη μέρα θα άφηνε τη χώρα για πάντα είναι μηδαμινές. Τον άφησα να χαθεί σαν μια μικρή απρόσωπη ιστορία που ακούσια έδωσε σάρκα και οστά σε μια έννοια μέχρι χτες αφηρημένη.

Στην Πανεπιστημίου είχε πορεία. Δεκάδες άνθρωποι, που δεν είχαν πάρει την απόφαση του νεαρού να φύγουν μακριά, διαδήλωναν για ένα καλύτερο αύριο. Εδώ, στη χώρα που τους γέννησε. Έμεινα να αναρωτιέμαι για το πόσο είμαστε ριζωμένοι σε έναν τόπο και πόσο δυνατός πρέπει να είναι ένας άνεμος για να μας πάρει μακριά. Κι αν το καταφέρει τελικά πόσο μεγάλο είναι το τίμημα της αλλαγής μιας προκαθορισμένης πορείας. Ποιο ποσοστό του εαυτού σου αφήνεις πίσω και ποιο παίρνεις μαζί.

Σκέφτομαι πως αν είχα καταφέρει να δω τα μάτια του νεαρού στο λεωφορείο, ίσως και να είχα την απάντηση. Η μελαγχολία του ίσως μου έδινε ελπίδα γι΄αυτό που λέγεται δεσμός, αφοσίωση, πατρίδα. Έχοντας όμως ως μοναδικό στοιχείο την ψυχραιμία της φωνής του, μένω να αναρωτιέμαι.

Saturday, November 20, 2010

London Calling


13 χρόνια μετά, ένα κέρμα περιμένει ακόμα στο βυθό του Τάμεση. Δεν έχει μνήμη. Εγώ όμως έχω. Κι επιστρέφω σε μια από τις πρώτες επιλεγμένες πατρίδες της ζωής μου, τόσο άλλος από εκείνο το Νοέμβρη, που ακόμα κι εγώ ο ίδιος δε με αναγνωρίζω καλά - καλά.

Thursday, November 04, 2010

ΣπΚα


Όσες φορές έπιασα τη γλώσσα του θεάτρου για να μιλήσω, το έκανα γιατί μέσα απ' αυτό το πρίσμα έβλεπα πάντα καθαρότερα τον κόσμο. Ήταν σαν να λέμε, μια γλώσσα φυσική και γι' αυτό σαφέστερη.

Προτού γράψω πεζά κείμενα, ποιήματα, τραγούδια, έγραψα διαλόγους. Πρίν και πρώτα απ' όλα. Σ' αυτό το τόσο βολικά ανεύθυνο κι αποστασιοποιημένο πρώτο πρόσωπο της πρόζας. Ήμουνα κάτι σαν Θεός. Κι ήταν μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική του Φόβου.

Στην αρχή ήταν ο Α κι ο Β. Μετά απέκτησαν ονόματα. Κωδικοποιημένα. Άλλοτε ζούσαν στο μύθο, άλλοτε σε μια δική τους διάσταση. Μετά σε αφηρημένες χώρες και κάποτε ξεθάρεψαν κι άρχισαν να βολτάρουν στις γειτονιές της Αθήνας. Ειρωνικό αν σκεφτείς ότι στην πραγματικότητα δεν ξεμύτισαν ποτέ απ' τα χαρτιά μου.

Με τον καιρό απέκτησαν πρόσωπα, συγγένειες, μεταξύ τους σχέσεις, παράλληλες ιστορίες, όνειρα, ταχυδρομικές διευθύνσεις. Κάποιες φορές μοιράζονταν φόβους και μυστικά που δεν τολμούσαν να ομολογήσουν ούτε σε μένα.

Μερικές φορές εκτροχιάζονταν και γίνονταν εγώ και τότε τους κλείδωνα σε συρτάρια καταδικάζοντας τους για την Ύβρη σε αιώνια σιωπή. Είπαμε: Θεός.

Μετά έγιναν τραγούδια. Μονόλογοι. Εγώ που ξέρω το παρελθόν τους τους ξεχωρίζω. Ξέρω πότε μιλάει ο Α, πότε ο Β, πότε Εκείνος και πότε Εκείνη. Ξέρω και τα ονόματά τους κι ας τα έχω καταχωνιάσει στη μνήμη. Ξέρω σε τι φάση ήταν όταν άρχισαν να συλλαβίζουν τον πρώτο στίχο. Αν ήταν πιωμένοι ή αν είχαν ανάψει τσιγάρο. Αν τους είχε χτυπήσει η τραγωδία τους ή αν τους περίμενε στη γωνία.

Τώρα που βρέθηκα σχεδόν ανυποψίαστος να ξαναμιλάω αυτή τη γλώσσα, ανυπομονώ να συστήσω σ' αυτή την πινακοθήκη των σκοτεινών πλασμάτων τους δυο νεότερους τους συγγενείς, αυτούς που κατα πως φαίνεται θα τους τη φέρουν και θα δουν πρώτοι το φως του έξω κόσμου.

Κι αυτό που με βάζει σε σκέψη είναι ότι αυτά τα δυο πλάσματα που ακόμα σπαρταράνε σα νεογέννητα, είναι από τη φύση τους φορείς του Φωτός. Δυο αισιόδοξα κομμάτια σε έναν κόσμο απόλυτης μελαγχολίας, πανάλαφρα σαν τις πρώτες αχτίδες του πρωινού ήλιου.

Και νομίζω ως παλιός Θεός, με την ελάχιστη δύναμη που μου απομένει, μία και μοναδική θα είναι η προίκα που θα τους δώσω πριν τους ξεπροβοδίσω στον κόσμο, ένα και μοναδικό το δώρο και το φορτίο τους. Θα φύγουν από μένα σαν πρωτόπλαστοι με ένα σταθερό χαμόγελο στα πρόσωπά τους. Έτσι θα αποικίσουν -όσο και όπου φτάσουν- τον άγνωστο κόσμο που ξεκινά έξω απ' το συρτάρι μου: Χαμογελαστοί. Κι ας κουβαλάνε στις μέσα τσέπες τους τη σκοτεινή μελαγχολία ενός ολόκληρου αφανούς θιάσου.


Wednesday, October 27, 2010

Rooibos


Θα 'ναι τρεις μέρες πια. Έτσι ξαφνικά συνέβη. Σε ένα τραπέζι των starbucks. Μπροστά σε ένα χάρτινο κύπελλο Rooibos με άρωμα βανίλιας. Απροσδόκητα. Όπως συνέβαιναν πάντα όλα. Πριν γίνει συνήθεια να συμβαίνουν ερήμην της συγκίνησης. Τότε που κάθε τι είχε δικαίωμα στην καταγραφή και στην αποταμίευση. Και γίνονταν μικρές και μεγάλες στιγμές σωρός αποκομμάτων που συνέθεταν κάτι ενιαίο. Και το ονόμαζες "η ζωή μου", σαν έκθεση του δημοτικού.

Σαν μια αποκάλυψη συνέβη. Ξεκίνησε αθόρυβα από κάπου μέσα στο στήθος, σα σταγόνα μελιού που έσταξε κάποιος σε μια πέτρα και πέρασε σε ολόκληρο το σώμα, σε όλα τα μέλη απ' άκρη σ' άκρη κι έγινε ζέστη και κάτι που παλιά το λέγαμε θαλπωρή και με τον καιρό έγινε ξεπερασμένο - σαν προπολεμική εικονογράφηση αναγνωστικού μιας γάτας που κοιμάται μπρος στο τζάκι.

Και δεν ήμουν προετοιμασμένος. Δεν ήξερα πως να το πω. Εγώ που έχω μια λέξη και για τα πιο αφηρημένα. Δεν ήξερα που να το φυλάξω, σε ποια τσέπη κι ανάμεσα σε ποια αποκόμματα, εισιτήρια κι αποδείξεις. Το άφησα απλώς να κυλάει στο σώμα μου σε δόσεις και να με ζεσταίνει: σαν τις κοφτές γουλιές ενός ροφήματος που δε θέλεις να τελειώσει άμεσα.

Το ονόμασα κάπως αυθαίρετα (αν και ημερολογιακά ακριβές) "φθινόπωρο" και το τοποθέτησα στις μικρές ασήμαντες στιγμές που συνθέτουν αναρχοαυτόνομα κάτι δικό τους απροσδιόριστο. Κι έτσι αιφνίδια, αυτός ο απρόσωπος Οκτώβρης - η καρδιά μιας συγκεχυμένης εποχής που ακολουθεί τον καύσωνα και προηγείται της παγωνιάς, απόκτησε μια ταυτότητα.

Μια κανονική ταυτότητα, που όπως όλες οι πραγματικές ταυτότητες δε δήλωνε ούτε από που ήρθε, ούτε που πηγαίνει. Έδωσε απλά ένα τυχαίο όνομα σε μια τυχαία στιγμή, έτσι για να την ξεχωρίζω μέσα στα πλήθη των άλλων ανούσιων στιγμών και να την ανακαλώ καμιά φορά στη μνήμη. Ίσα για να μοιραστούμε ένα χάρτινο κύπελο Rooibos με άρωμα βανίλιας.

Sunday, October 17, 2010

Caro Gianni


"Ο Κροκόδειλος παίρνει το ασανσέρ. Αναγκάζεται να σκύψει λίγο για να μπει γιατί είναι δύο μέτρα ψηλός, χώρια το μωβ ημίψηλο καπέλο του. Φοράει μια μακριά κίτρινη μπέρτα και μια κυρία που δεν αντέχει όλες αυτές τις χρωματικές αντιθέσεις, λιποθυμάει".

Ο αγαπημένος παραμυθάς, Gianni Rodari, με μία μόνο παράγραφο καταφέρνει να προκαλέσει το πιο απρόσμενο χαμόγελο των τελευταίων ημερών. Σε δεκαπέντε μόλις λεπτά και τρεις από τις ιστορίες του τις "φτιαγμένες για μηχανή", θυμήθηκα τα εικονογραφημένα πρωινά των παιδικών μου χρόνων. Τότε που οι μεγαλύτερες αλήθειες ξεκινούσαν από ένα απλό παραμύθι.

Αν πέσει στα χέρια σου, διάβασέ το.


Monday, October 04, 2010

Συνέπεια

Όταν ήμουν μικρός φανταζόμουν τις αφηρημένες έννοιες να κατοικούν σε διάφορα σημεία του σώματος: η μελαγχολία κατοικούσε στο στήθος , η ψυχή κατοικούσε στο σαγόνι. Η τρυφερότητα στους καρπούς. Η οικειότητα στο λαιμό. Ο θυμός βρισκόταν ανάμεσα στα φρύδια. Η χαρά χαμηλά στο στομάχι.

Όταν ήμουν μικρός οι μέρες μου είχαν χρώματα: η Δευτέρα ήταν γαλάζια, η Τρίτη κίτρινη, η Τετάρτη πορτοκαλί, η Πέμπτη σκούρο καφέ κι η Παρασκευή βυσσινί. Το Σάββατο ήταν μοβ κι η Κυριακή κατακόκκινη. Κι όσο νύχτωνε γινόταν γκρίζα. Μετά μαύρη, μέχρι που ξημέρωνε και πάλι μια γαλάζια Δευτέρα.

Όταν ήμουν μικρός το Ψ ήταν αριθμός και το 8 γράμμα. Όσες φορές κι αν με διόρθωναν, αρνιόμουν πεισματικά να παραχωρήσω είτε το ένα είτε το άλλο στην αντίπαλη ομάδα.

Όταν ήμουν μικρός, τα βράδια φανταζόμουν πως το κρεβάτι μου ήταν μαγικό και πετούσε πάνω από την Αθήνα. Αποκοιμιόμουν χαζεύοντας την πόλη από ψηλά με μια καθησυχαστική ανάμεικτη αίσθηση κινδύνου και ασφάλειας.

Τώρα που δεν είμαι πια μικρός, οι αφηρημένες έννοιες κατοικούν στα ίδια σημεία του σώματος, οι μέρες μου έχουν τα ίδια χρώματα με τότε, μου παίρνει λίγο χρόνο να εντοπίσω το ψ στα γράμματα όταν πληκτρολογώ και φαντάζομαι ακόμα ιπτάμενα κρεβάτια για να κοιμηθώ.

Κι αν με παρηγορεί κάτι σ' αυτή τη σκέψη είναι πως μια πιθανή αυτοβιογραφία μου θα άρχιζε και θα τελείωνε με τις ίδιες αυτές φράσεις. Ακριβώς.


Sunday, October 03, 2010

της κυριακης

Μπαίνουν μέρες, βγαίνουν μέρες, κι η σιωπή - σιωπή.
(πάλι καλά που χρόνια τώρα είναι δρόμος και πάντα κάπου βγάζει)


Tuesday, September 28, 2010

Le refuge



[Το αθόρυβο τοξικό τέλος της Οικογένειας από τον Francois Ozon]


Monday, September 20, 2010

Εθνικό Θέατρο 2010-2011


Εγώ την αμαρτία μου θα την πω. Μου αρέσει το νέο πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου για τη σεζόν 2010-2011. Ναι, είναι μαζεμένο, ναι, είναι λιτό και ναι, δεν έχει καμία σχέση με τα ρεπερτόρια των περασμένων ετών. Μόλις 10 παραστάσεις για ολόκληρη την επερχόμενη σεζόν (που να συγκριθούν με τα περασμένα χρόνια που δεν προλαβαίναμε να κάνουμε καν τον προγραμματισμό μας) και με δύο από τις πιο δραστήριες σκηνές του παροπλισμένες (το Κοτοπούλη – Rex και το Σύγχρονο Θέατρο της Ευμολπιδών) για «οικονομικούς λόγους». Υπάρχει κάτι όμως στο πρόγραμμα που ανακοίνωσε ο Γιάννης Χουβαρδάς που το κάνει να μοιάζει με μια αισιόδοξη πρόταση για το πως χειρίζεται κανείς τον πολιτισμό σε περίοδο κρίσης χωρίς ακρότητες, υπερβολές, γκρίνια και μιζέρια.

Κι έτσι έχουμε ένα ρεπερτόριο που φλερτάρει με το κλασικό θέατρο και άκρως θελκτικά έργα που έχουν χρόνια να ανέβουν όπως ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ του Εντμόν ντε Ροστάν, η Εμιλία Γκαλότι του Λέσινγκ – που το θυμήθηκαν;- ή Φρεναπάτη του Κορνέιγ, κι η τριλογία του Παραθερισμού του Γκολντόνι, με εξαιρετικούς σκηνοθέτες επικεφαλής, όπως ο Νίκος Καραθάνος, ο Γιάννης Χουβαρδάς, ο Δημήτρης Μαυρίκιος (που επιτέλους επιστρέφει στο θέατρο ύστερα από εκείνο τον μαγικό πιραντελλικό του Ερρίκο τον Δ), και ο Νίκος Μαστοράκης.

Δε λείπουν όμως και οι σύγχρονες παραστάσεις με τη Νέα Σκηνή να επιστρέφει στο σίγουρο χαρτί του Τεννεσί Ουίλλιαμς με το κλασικό Γλυκό Πουλί της Νιότης σε σκηνοθεσία Έφης Θεοδώρου, ενώ η ταλαντούχα και υπερδραστήρια Κατερίνα Ευαγγελάτου καταπιάνεται με ακόμα ένα σκοτεινό σύγχρονο έργο, το Χρυσό Δράκο του Γερμανού Ρόναλντ Σίμελπφενιχ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ανέβασμα του ενός και μοναδικού θεατρικού του Κώστή Παλαμά, της Τρισεύγενης, σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου με την Στεφανία Γουλιώτη στον ομώνυμο ρόλο, ενώ κι ο Γιώργος Λάνθιμος με χλωρές τις διεθνείς δάφνες του Κυνόδοντα αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει τον Πλατόνοφ του Τσέχωφ στην νεανική τρίωρη διασκευή του Ντέιβιντ Χέαρ.

Στο Βαρύ πυροβολικό της σεζόν περιλαμβάνεται κι δραματοποίηση της θρυλικής «Μητέρας του Σκύλου» του Παύλου Μάτεσι σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς με τη Θέμιδα Μπαζάκα στο ρόλο της Ραραούς, ενώ σε δραματοποιημένο μυθιστόρημα στρέφεται και η Παιδική Σκηνή με το διαβασμένο απ΄όλους μας «Παραμύθι Χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά.

Το Εθνικό Θέατρο όμως δεν περιορίζει για τη φετινή σεζόν τη δράση του στις σκηνές του. Στα πρότυπα των θεατρικών οργανισμών του εξωτερικού εγκαινιάζει μια σειρά από θεατρικές και παραθεατρικές δραστηριότητες από δρώμενα, συναυλίες, happening κλπ υπό τον κοινό τίτλο “Άλλη Διάσταση”, με την παρουσιάση των 24ων ραψωδιών της Ιλιάδας σε νέα μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη από ισάριθμές πρωταγωνίστριες (κρατήστε ανάσα και σημειώστε ονόματα:Λ. Κονιόρδου, Στ. Γουλιώτη, Εύα Κοταμανίδου, Ρ. Πιττακή, Ρ. Οικονομίδου, Φ. Κομνηνού, Κ. Δανδουλάκη, Π. Ζούνη, Μ. Κεχαγιόγλου, Λ. Πρωτοψάλτη, Θ. Μπαζάκα, Κ. Καραμπέτη, Μ. Λυμπεροπούλου, Μ. Σκουλά, Δ. Χατούπη, Μ. Πρωτόπαππα, Λ. Κιτσοπούλου, Ελ. Κοκκίδου, Αν. Μάσχα, Λ. Φωτοπούλου, Μ. Ναυπλιώτου, Ρ. Πατεράκη, Ολ. Λαζαρίδου, Αμ. Μουτούση).

Τέλος για τρεις μέρες του Μαίου, οι χώροι του Εθνικού παραχωρούνται σε καλλιτεχνικές ομάδες μεταναστών σε ένα μίνι πολυεθνικό φεστιβάλ με στόχο τη συζήτηση πάνω σε θέματα ρατσισμού ξενοφοβίας κλπ.

Αξίζει να αναφερθεί ότι και φέτος, και παρά τις οικονομικές μειώσεις στον προυπολογισμό, η διεύθυνση του Εθνικού, πέρα από την πολιτική των συνδρομών και της γενικής εισόδου 15 ευρώ κάθε Πέμπτη που καθιέρωσε πέρσι, περνά και σε μια μόνιμη έκπτωση των εισιτηρίων της τάξεως του 10%, ενώ το Νοέμβριο οι νέοι θέατές (ως 23ων ετών) θα μπορούν να παρακολουθήσουν όλες τις παραστάσεις με γενική είσοδο 10 ευρώ.

Tuesday, September 07, 2010

Το κέρμα


Σκέφτομαι καμιά φορά μήπως η αθωότητα είναι ένα κέρμα που γλιστράει ανύποπτα απ’ την τσέπη καθώς αλλάζουμε νούμερο απ’ τα παιδικά στα ενήλικα μας ρούχα. Ή μήπως η ανάγκη της να παραμένει απροσδιόριστη την αναγκάζει να τα μαζεύει και να φεύγει κακήν κακώς, τη στιγμή που το λεξιλόγιο μας αρχίζει και αποτελείται από περισσότερες των χιλίων λέξεις.

Δεν έχω εντοπίσει ποια είναι η ακριβής χρονική στιγμή που υποχωρεί η αθωότητα, σίγουρα όμως από ένα σημείο και μετά παύει να μας ανήκει. Κι αν τυχόν ξεμείνει σε κανέναν, εντοπίζεται σα στίγμα, μετονομάζεται σε αφέλεια, άγνοια, ηλιθιότητα και ξορκίζεται από τον κόσμο που έχει μάθει, έχει ζήσει, έχει δει και ξέρει πια να αναλύει το σύμπαν σε άλλη βάση.

Κι έρχεται μια στιγμή που δε σε συγκινεί τίποτα. Όλα τα ξέρεις. Όλα τα έχεις ξαναβιώσει. Στην πρώτη αποκάλυψη που συντελείται μπρος στα μάτια σου, αναζητάς με σηκωμένο φρύδι τα σχοινιά του αιωρούμενου Μεσσία και την καταπακτή που είναι καταχωνιασμένος ο ξηρός πάγος.

Όταν χάνεις την αθωότητά σου δεν νιώθεις, δεν αισθάνεσαι, αλλά ψάχνεις και υποπτεύεσαι. Δεν εμπιστεύεσαι τις καλές προθέσεις των άλλων, μια και η καλή προαίρεση είναι ένας μύθος λίγο πιο απίστευτος απ’ την αρπαγή της Ευρώπης ή την απόλυτη ευτυχία.

Έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το που επικεντρώνεις το βλέμμα σου. Στη σκηνή ή πίσω απ’ την κουίντα. Στην οθόνη ή στον προτζέκτορα. Στα λόγια ή στους ήχους. Έχει να κάνει με το πόσο διαθέσιμος είσαι στην τριβή με τα βιώματά σου, ή πόσο πιστός σ’ αυτό που καταχρηστικά αποκαλείς ολοκληρωτική σου διαμόρφωση (να υπάρχει άραγε τέτοιος τίτλος ευγενείας;)

Κι έρχεται ένα φευγαλέο λεπτό, που οι άμυνές σου ξεκουράζονται, και κάτι απροσδιόριστο, ένας νέος τόνος του φθινοπώρου, ένα παλιό τραγούδι, μια σκηνή σε μια ταινία, ο στίχος ενός ποιήματος, μια κουβέντα, ένα άγγιγμα, ένα απλό βλέμμα σε κάνουν σε μια μικρή στιγμούλα ανυπεράσπιστο πεντάχρονο που χάσκει μπροστά στα θαυμαστά μυστήρια ενός άγνωστου κόσμου.

Κι είναι τότε που νιώθεις ότι η αθωότητα ωριμάζει μ΄αυτόν ακριβώς τον τρόπο: αιωρούμενη πάνω απ’ τους ανθρώπους και τις εμπειρίες τους, πάνω απ’ τον πάγο, πάνω απ’ τη γνώση και την αντίληψη για τον κόσμο.

Κι είναι τότε που κοιτάζεις κάτω και βρίσκεις απρόσμενα εντελώς την αθωότητά σου σαν ένα κέρμα, που έπεσε από κάποιον περαστικό, και τη φυλάς στην τσέπη σου, για γούρι, ως την επόμενη φορά που θα την ξαναχάσεις τυχαία, αλλάζοντας παντελόνι.

Wednesday, September 01, 2010

Ανάμεσα

Ανάμεσα σε ένα φευγαλέο Καλοκαίρι και σε έναν συγκεχυμένο Χειμώνα.
Ανάμεσα στις ελαφριές κομεντί της Natalie Wood και στον πόνο της Marina Abramovic.
Ανάμεσα σε αψυχολόγητες ποσότητες αλκοόλ και σε καταπραϋντικά αφεψήματα.
Ανάμεσα σε μαγειρέματα, σερβιρίσματα, ξαναζεστάματα.
Ανάμεσα σε παρορμητικές αγορές που διαδέχονται η μια την άλλη γυρεύοντας την απάντηση στα ταχυδρομεία.
Ανάμεσα σε σχέδια που παίρνουν μπρος κι άλλα που γίνονται αέρας .
Ανάμεσα σε εικόνες και ήχους και γεύσεις από ταξίδια που έγιναν και άλλα που ετοιμάζονται.
Ανάμεσα σε πρόσωπα, σε λόγια, σε αισθήματα και σκέψεις.
Ανάμεσα σε μηχανικές κινήσεις, τηλέφωνα, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις που παίζουν κάπου στο βάθος.
Ανάμεσα σε θορύβους μιας πολύβουης, πάντα ζωντανής πόλης, και στην απόλυτη ησυχία της ενδοσκόπησης.
Ανάμεσα σε σημειώσεις που σβήνονται, ξαναγράφονται, εμπλουτίζονται, διαγράφονται.
Ανάμεσα σε νέα δεδομένα που επιβάλλονται κι αναγκάζεσαι να ακολουθήσεις.
Ανάμεσα:
Έτσι υποδέχομαι αυτή την εποχή που λέγεται Φθινόπωρο. Μοιρασμένος στα δύο, στα τρία, στα τέσσερα...


Wednesday, August 18, 2010

Paris


Αν κατέληξα κάπου αυτές τις 6 μέρες, είναι στο εξής συμπέρασμα:

Το Παρίσι δεν περιγράφεται, δε φωτογραφίζεται, δεν αποτυπώνεται επαρκώς με τον οποιονδήποτε τρόπο.

Το Παρίσι είναι απλά ένα εισιτήριο αεροπλάνου (με ή χωρίς επιστροφή), ένας χάρτης του μετρό, ένα ζευγάρι γερά παπούτσια, ένα καλό κόκκινο πανωφόρι, λίγα χρήματα στην τσέπη, οι αγαπημένες σου μουσικές, ένα σημειωματάριο κι ένα κεφάλι άδειο από κάθε σκέψη.

Αν εξασφαλίσεις όλα τα παραπάνω, κι είσαι λίγο τυχερός, το Παρίσι θα σου αποκαλύψει κάποια από τα μυστικά του‧ όσα χρειάζεται για να σε δέσει με τους δρόμους του για πάντα - και να αποσπάσει την υπόσχεση της επιστροφής σου.


Monday, August 09, 2010

a Paris


Ένα ταξίδι που οργανώνεται τόσο καιρό, είναι στο παρά κάτι να συμβεί. Σκέφτομαι πως δεν είναι τόσο απίθανο να πραγματοποιήσεις κάτι που θες, αρκεί να μην το αφήσεις στις διαθέσεις του ανέμου. Και την ίδια στιγμή σκέφτομαι πως οι επιθυμίες αγγίζουν την ευτυχία μόνο μέχρι να εκπληρωθούν. Γιατί την πραγματικότητά μας από άμυνα την εμποδίζουμε να συνορεύει με κάθε απόλυτη χαρά. Λες και δε θέλουμε η ευτυχία να μπει σε πλαίσια πραγματικότητας, πλάι στη θνητότητα των πάντων. Κι ας γκρινιάζουμε όλη μας τη ζωή για την ουτοπική της βάση. Κατά βάθος ξέρουμε ότι χωρίς αυτήν θα κατέληγε σύντομα ένα ακόμα από τα εκατοντάδες τετριμμένα δεδομένα της καθημερινότητας μας.

Ανοησίες! είναι το Παρίσι. Είναι μια υπέρβαση. Και γίνεται επιτέλους πραγματικότητα. Σε λίγες ώρες...




Thursday, August 05, 2010

Μνήμες


Το μυστικό είναι να μην παραδίνεσαι στις αναμνήσεις. Και να είσαι σε ετοιμότητα να τις ξαναφτιάξεις απ' την αρχή. Ολοκαίνουργιες. Ανεξάρτητες. Με τα ίδια υλικά ανασυντεθειμένα από την πείρα σου που έχει μάθει να αναμειγνύει καλύτερα τα δεδομένα σύμφωνα με τις ανάγκες σου.

Δεν υπάρχει παγιωμένη μνήμη. Μόνο τα βήματα θυμάσαι, τις αποστάσεις, τις διαδρομές, κάποιες σκέψεις και κουβέντες, όλα όμως υπό το πρίσμα του τότε. Αυτό είναι το μεγαλύτερο χαρακτηριστικό της μνήμης: είναι δεμένη με το τότε. Δε σε αγγίζει παρά μόνο με τη μορφή της εμπειρίας, η οποία στο παρόν μεταφράζεται είτε ως σιγουριά, είτε ως φόβος. Ο φόβος όμως δεν είναι παιδί της μνήμης, αλλά της πιθανότητας. Δεν έχει να κάνει με το παρελθόν, όσο με το μέλλον. Μην κατηγορείς τη μνήμη λοιπόν. Αυτή σου επιτρέπει να θυμάσαι για να ξέρεις ποιος είσαι και να συστήνεσαι σε όποιον συναντάς. Για να αποφεύγεις όσα έκανες στο παρελθόν και σε έβλαψαν, και να επιλέγεις όσα ξέρεις ότι σου κάνουν καλό. Για το παρόν σου δουλεύει η μνήμη. Για να σου γλιτώσει χρόνο και περιττούς κόπους.

Έτσι επέστρεψα σε δρόμους γνωστούς, με τη σιγουριά του παλιού οικείου. Κάτω από τη σκόνη του καιρού που πέρασε, τα βήματα μου ήταν ολοκαίνουργια και σε πλήρη ετοιμότητα. Κάθε εικόνα ήταν πλήρως αφομοιωμένη κι ο χρόνος ήταν σαν να μην είχε περάσει. Κι ανακουφίστηκα, γιατί είδα πως όσα φυλάει η μνήμη ακόμα κι αν δεν τα ανακαλεί συχνά, τα αποθηκεύει άθιχτα και καλά τακτοποιημένα σε θυρίδες ασφαλείας. Σε κάθε γωνιά μάζευα κομμάτια μιας παλιάς προσωρινής ταυτότητας, η οποία αν και ξένη και παροδική όρισε καθοριστικά ποιος είμαι στη μονιμότητά μου.

Κι ύστερα άρχισα να γράφω πάνω απ' τις μνήμες: Νέες, σύγχρονες, χρηστικές, ολοκαίνουργιες λαμπερές μνήμες, ταιριαστές στο τώρα. Στους ίδιους δρόμους, στα ίδια μέρη, στα ίδια καφέ, στην ίδια εποχή του χρόνου. Με νέες λέξεις, με εξελιγμένο γραφικό χαρακτήρα, με άλλο βάρος στο στήθος και στην ανάσα. Κι έγραψα χαμόγελα και βλέμματα και νέα ζυγίσματα στα μέσα βάρη. Κι ήμουν ο ίδιος εκείνος άνθρωπος σε μια ολοκαίνουργια έκδοση. Με τη βεβαιότητα ότι οι τόποι κι οι εποχές δεν αλλάζουν απαραίτητα: απλά προσαρμόζονται πάνω μας, προκειμένου να φιλοξενήσουν τις αλλεπάλληλες εκδοχές μας. Εμείς ορίζουμε κάθε φορά ότι μας περιβάλλει.

Κι αυτό έκανα. Δεν έσβησα τίποτα από τα παλιά. Δεν ενόχλησα την παραμικρή μελαγχολία. Τα πάντα βρίσκονται με ασφάλεια, φυλαγμένα στις θυρίδες τους. Απλά δίπλα τους, άνοιξα κι άλλες θυρίδες, με το ίδιο νούμερο, μα διαφορετικό περιεχόμενο. Κι έκανα άλλη μια κατάθεση σ' αυτήν την ιδιόμορφη τράπεζα που τοκίζει ποιος είμαι. Κι άφησα το νησί λίγο πιο ελαφρύς και την ίδια στιγμή πιο ξένος και πιο οικείος. Και το μόνο που αναρωτιέμαι -λίγο με σιγουριά, λίγο με φόβο- είναι ποιος νέος εαυτός μου θα βρεθεί αντιμέτωπος με την επόμενη ανάληψη.


Friday, July 30, 2010

Επιστροφή


Με την Κρήτη έχω ανοιχτούς λογαριασμούς. Αν με διάβαζες πριν δυο χρόνια ξέρεις και γιατί. Η Κρήτη ήταν για μένα μια σειρά από αψυχολόγητα νυχτερινά καράβια που με έπαιρναν απ' τη ζωή μου με μια τρομακτική χρονική ακρίβεια. Ήταν ατέλειωτες ώρες μοναξιάς και καφέδων και σελίδων βιβλίων και σκέψεων που άλλοτε γίνονταν λέξεις κι άλλοτε ξέμεναν στο κεφάλι μου κι ενεργοποιούνται σε ανύποπτο χρόνο μέχρι και σήμερα.

Στην Κρήτη έμεινα τέσσερις μήνες και συνειδητοποίησα πόσο σχετικές έννοιες είναι η λογική, η συνήθεια, οι επιλογές και τα δεδομένα. Εκεί κατάλαβα τί σημαίνει να επιβιώνεις, να προσαρμόζεσαι, να ελίσσεσαι. Ένιωσα ποιοι άνθρωποι ήταν πραγματικά και θα έμεναν για πάντα δικοί μου άνθρωποι - άσχετα αν η σχέση μου μαζί τους άλλαξε μέσα στους μήνες που ακολούθησαν. Στην Κρήτη ωρίμασα, όσο δεν είχα ωριμάσει μέχρι τότε κι όσο δεν πρόκειται να ωριμάσω ποτέ.

Η Κρήτη ήταν τηλέφωνα διαρκείας, e-mail, moleskine, το Σνιφ του Παπαδογιάννη, ο Καμί, ο Ντοστογιέφσκι κι η Francoise Sagan. Ήταν ο Stephen Sondheim κι ο Bob Fosse. Ήταν ολόκληρη η φιλμογραφία της Audrey Hepburn (στις πιο παράλογες συνθήκες προβολής), αεροπλάνα, πλοία, εισιτήρια, προγραμματισμοί, αγωνίες, διαψεύσεις, επιβεβαιώσεις.

Απόψε το βράδυ, από το λιμάνι του Πειραιά ξεκινά ένα ταξίδι στο χρόνο, που θα παίζεται σε δύο επίπεδα: Στο τότε και στο τώρα. Κάθε νέα εικόνα θα έχει ένα είδωλο στο παρελθόν, κι η ηρεμία της απόστασης θα υπερισχύει αναγκαστικά της μελαγχολίας.

Νομίζω δε θα ξεκινούσα αυτό το ταξίδι αν δεν είχα όπλα να πολεμήσω εκείνα τα παλιά φαντάσματα. Γι' αυτό κι επιστρέφω δυο χρόνια μετά. Για να επιστρέψω κάτι μνήμες εκεί που ανήκουν. Και να πάρω μαζί μου στην τωρινή ζωή μου, την τόσο μακρινή, μερικές καινούργιες. Φτιαγμένες αποκλειστικά και μόνο από μένα.


Έρωτες


Οι Έρωτες του Καλοκαιριού κυκλοφόρησαν. 20+ Αθηναίοι επιλέγουν το αγαπημένο τους σημείο στην πόλη και μοιράζονται τις σκέψεις τους μαζί μας. Ξεφυλλίζεις το νέο τεύχος εδώ.



Tuesday, July 27, 2010

Φεγγάρια


Τα φεγγάρια του καλοκαιριού είναι αλλόκοτα. Τα κοιτάζεις με τις ώρες και περιμένεις να σου δώσουν απαντήσεις. Καθυστερούν να απαντήσουν κι αναρωτιέσαι τί φταίει‧ και δε σου περνάει καν απ' το μυαλό πως δεν τα ρώτησες τίποτα ποτέ.

Thursday, July 22, 2010

edge


Το φετινό καλοκαίρι σωπαίνει γιατί έχει μια σοβαρή αποστολή: να κλείσει κύκλους, που έχουν ανοίξει εδώ και καιρό. Κύκλους που χρώσταγα εδώ και κάμποσα χρονάκια στον εαυτό μου να κλείσω κι όλο το ανέβαλα. Αποφάσεις σοβαρές που τελικά πάρθηκαν και σφραγίστηκαν και μπήκαν σε μια τελική ευθεία.

Δεν είναι δύσκολο τελικά να αποφασίζεις κάτι. Το δύσκολο είναι να διαχειρίζεσαι τις αμφιβολίες αν έχεις πάρει τη σωστή απόφαση. Αυτό το τελευταίο είναι που μας αποσυντονίζει και μας κάνει να αποφεύγουμε τα "μεγάλα ναι" (ή τα "μεγάλα όχι"). Θα καταφέρεις να ανταπεξέλθεις στο μέγεθος της ευθύνης; ή θα τα κάνεις θάλασσα πνίγοντας μια για πάντα την ευκαιρία να κάνεις το μεγάλο βήμα;

Κι είναι κι αυτό το "οριστικά" που μας τρομάζει. Βαθιά μέσα σου ελπίζεις πως η οριστική αμφιβολία μπορεί να αλλάξει. Να βρεθεί ο ένας καταλύτης που θα σου δώσει την τελική ώθηση να ξεφύγεις απ' αυτήν. Το οριστικό λάθος όμως -ακόμα κι αν είσαι από τους αισιόδοξους - ξέρεις πως δε μπορεί ποτέ να πάψει να είναι οριστικό (άντε αν είσαι από τους αισιόδοξους να το καταμετρήσεις στα μαθήματα ζωής - και τέλος).

Όμως λέω για πρώτη και μοναδική φορά να μην το αναλύσω περισσότερο. Ούτε να το φορτώσω σε καταλύτες και τελικές ωθήσεις. Λέω να βαφτίσω την απόφαση αποκλειστικά και μόνο δική μου ευθύνη, να πάρω φόρα και να κάνω την οριστική βουτιά. Ή μάλλον τις βουτιές. Μία προς μία: από βράχους νησιών μέχρι την κορφή ψηλών ευρωπαϊκών κτιρίων. Κι από απόκρημνες λέξεις σε άγραφες σελίδες μέχρι περιττές συνάξεις κι αναλώσεις.


Sunday, July 11, 2010

tweet


Η καταστροφή του Blogger είναι το twitter.
(και το ομολογώ στο blog με ένα tweet)
[σύνολο χαρακτήρων: 81]


Sunday, July 04, 2010

Carmen


Το απόλυτο πάθος σε μια γειτονιά του Μεταξουργείου: ο Έρωτας, η Ελευθερία, η φλόγα κι η συντριβή, σε μια παράσταση που παίζεται περισσότερο στο κεφάλι σου παρά μπροστά σου.

Κι αν μου έλεγαν να περιγράψω την ολοκληρωτική ομορφιά θα έλεγα πως απροσδόκητα εντελώς τη συνάντησα χτες βράδυ στο αφοπλιστικά ποιητικό πλάσμα που ονομάζεται Μαρία Ναυπλιώτου.

Μέχρι τις 11 του μηνός - ελπίζεις για εισιτήρια ή παράταση - και σπεύδεις να το δεις.


Wednesday, June 30, 2010

Live@Technopolis


Απόψε κλείνουμε μια γεμάτη χρονιά. Μια χρονιά στους δρόμους της Ελλάδας και στις νύχτες της Αθήνας. Μια χρονιά που ξεκίνησε ακριβώς ένα χρόνο πριν με ένα μεγάλο στοίχημα, που όσο κι αν το πιστεύαμε κατά βάθος νιώθαμε τρελοί: "Μα γεμίζουμε ένα τεράστιο χώρο σαν το προαύλιο της Τεχνόπολης";

Οι γνωστοί - άγνωστοι φίλοι αυτών των χρόνων, οι συνοδοιπόροι των ακροάσεων, μας διέψευσαν με τον πιο συγκινητικό τρόπο. Από τότε μια σειρά παράξενων συμπτώσεων και ονείρων που πραγματοποιούνταν ένα-ένα μας γέμιζαν διαρκώς χαρά, αλλά και αγωνία.

Η αποψινή παράσταση στην Τεχνόπολη είναι για μας μια γιορτή της χρονιάς που πέρασε - μια "τρυφερή ρετροσπεκτίβα" στιγμών, λέξεων, εικόνων, προσώπων που έδωσαν το παρόν στις ζωές μας και τις ζωές σας τη χρονιά που πέρασε. Τίποτα απ' όσα θα ακούσετε και θα δείτε απόψε δεν είναι τυχαίο. Όλα κάτι θα σας θυμίσουν και θα σας ταξιδέψουν πίσω σε μια χρονιά που την περάσαμε ουσιαστικά μαζί.

"Σταυρός του Νότου", "Orient", "GaiA Live", "Μετρό", "Εκατό μικρές Ανάσες", "Μέχρι το τέλος", Τρία Μυστικά", "Εισιτήρια Διπλά", ο Αλέξανδρος, η Μαρία, ο Tareq, εμείς κι εσείς. Ραντεβού απόψε στις 9 για ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι της χρονιάς που έφυγε. Το επόμενο Ραντεβού θα δοθεί σε άλλη σελίδα.

Sunday, June 27, 2010

Έλα, έλα...


Η ιδέα μιας γυναίκας μέσα στη νυχτερινή αϋπνία της να κυνηγάει το φεγγάρι μου φάνηκε απείρως θελκτική. Το "παιδική παράσταση" δεν ήταν παρά ψιλά γράμματα. Άλλωστε το πως αποφασίζεις να προσλάβεις κάτι είναι αποκλειστικά δικό σου θέμα καθώς και η βασική αρχή της επικοινωνίας του καθενός με ένα έργο Τέχνης.

Αγαπώ το συμβολισμό των απλών εικόνων και γνωρίζω πως όταν κάποιος ασχολείται με την Τέχνη για παιδιά με σοβαρότητα κι ευθύνη (είτε μιλάμε για θέατρο, κινηματογράφο, μουσική, ή λογοτεχνία) παρέχει πάντα αρκετό υλικό, προβληματισμό για σκέψη και -κυρίως- συναισθηματικά ερεθίσματα και στο ενήλικο κοινό.

Το παιδικό θέατρο έχει την ιερή αποστολή να προετοιμάσει τα παιδιά για όσα θα συναντήσουν στο ταξίδι τους στον κόσμο, με συναρπαστικές ιστορίες, όμορφες ευπρόσληπτες εικόνες και απλά νοήματα. Τα παιδιά αποστρέφονται το διδακτισμό και αναπτύσσουν άμυνες στις παρατηρήσεις και τις διδαχές μιας μαμάς, ακόμα κι αν είναι ντυμένη σαν πολύχρωμος κλόουν. Αντιθέτως αγαπούν το σουρεαλισμό - κι ας μη μπορούν να το κατονομάσουν - και μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν πολύ εύκολα μια κίνηση, αν αυτή τους ενεργοποιεί έστω και λίγο τη φαντασία.

Στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών η αγαπημένη Ξένια Καλογεροπούλου, (που συνειδητοποίησα με πόση αγάπη έχει εγγραφεί στο υποσυνείδητο της γενιάς μου) φόρεσε τις πορτοκαλί της πιτζάμες, χώθηκε στο παραμυθένιο της κρεβάτι και μεταμορφώθηκε σε έναν ανήσυχο κλόουν που μπαίνει σε φασαρίες όταν συνειδητοποιεί πως στο δωμάτιο του βρίσκεται ένας απρόσκλητος επισκέπτης.

Τα πιτσιρίκια που γέμισαν την Πόρτα φάνηκαν να το καταδιασκεδάζουν. Συμμετείχαν στη δράση, μιλούσαν στην "παράξενη Κυρία" της σκηνής και τη βοηθούσαν να εντοπίσει το φεγγάρι που άλλαζε θέσεις στο δωμάτιο. Γελούσαν, αγανακτούσαν, αγωνιούσαν και θύμωναν και επικοινωνούσαν απόλυτα με κάθε σκηνικό εύρημα της ηθοποιού (πόση εμπειρία χρόνων αλήθεια να χρειάζεται για να μπορείς να ελέγχεις τόσο απόλυτα και επιτυχημένα το ενδιαφέρον και την προσοχή 100 και βάλε νηπίων).

Το "'Ελα, έλα" όμως, πήγαινε τόσο πιο πέρα απ' αυτή την πρώτη παιδική ανάγνωση. Όσο παρακολουθούσα την Καλογεροπούλου να κάνει τα μαγικά της στη σκηνή σκεφτόμουν πως είχε καταφέρει να φτιάξει ένα μυστικό αλγόριθμό άμεσα εγγράψιμο στο παιδικό ασυνείδητο, που θα ενεργοποιούνταν πλήρως αρκετά χρόνια μετά, όταν αυτά τα αθώα σήμερα παιδάκια θα έρχονταν πραγματικά αντιμέτωπα με το τί σημαίνει να μη μπορείς να πιάσεις κάτι που κυνηγάς, ή να μην ξέρεις τί είναι αυτό που σου λείπει όταν πέφτεις το βράδυ για ύπνο.

Την είδαμε να αλλάζει θέσεις στο κρεβάτι για να βολευτεί, να ψάχνει ικανοποίηση σε υπερμεγέθεις σοκολάτες, να ανοίγει με ανυπομονησία άδεια εντυπωσιακά κουτιά, να γοητεύεται από κάτι μακρινό επίμονο και άπιαστο και να της γεννίεται η επιθυμία να το σαγηνεύσει, να το δαμάσει, να το αποκτήσει κι όταν δεν τα κατάφερε να το σκοτώνει. Την είδαμε να του κάνει κακό και μετά να το μετανιώνει. Να του επιβάλλεται και να νιώθει ενοχή κι αμηχανία την αμέσως επόμενη στιγμή. Να του ζωγραφίζει χαμόγελα κι όταν αρνούνταν να χαμογελάσει μαζί της να το διαγράφει με θυμό. Την είδαμε να το καταβροχθίζει (η ψυχανάλυση μιλά από μόνη της) και να μην αντέχει την ευθύνη να το κουβαλά μέσα της. Την είδαμε να το καλοπιάνει, να κάνει την αδιάφορη, να του υποτάσσεται και μόνο τότε να παραδίδεται σε ύπνο: σε έναν ήρεμο ύπνο με όνειρα και την ικανοποίηση της κατοχής του αγαπημένου. Ενώ την ίδια στιγμή ο αγαπημένος είχε ήδη ξεγλιστρήσει από το κρεβάτι και έλαμπε ολόφωτος έξω από το παράθυρο...

Δεν ξέρω τί απ΄όλα τα παραπάνω πρόσεξαν τα παιδάκια. Έχω την αίσθηση πως τα είδαν όλα - και πως η Καλογεροπούλου δεν έπαιξε κανένα από αυτά τα ανεύθυνα παιχνίδια εντυπώσεων που η κάθε ηλικία έχει τα κομμάτια που της αντιστοιχούν από μια παράσταση. Σαν έμπειρη και σπουδαία καλλιτέχνις, έστησε μια ιδιοφυή performance, ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, που λειτουργούσε απόλυτα, ανάλογα με το κάτοπτρο του δέκτη, χωρίς αυτός να χρειαστεί να αφαιρέσει το οτιδήποτε για να έχει ολόκληρη την εικόνα.

Αυτό σκεφτόμουν κατηφορίζοντας το βράδυ την Πειραιώς, χαζεύοντας τη χτεσινή (τυχαία;) πανσέληνο του Ιουνίου. Τα πάντα είναι τελικά θέμα οπτικής και θέσης. Σκέφτηκα πόσα από τα παιδάκια θα παραμόνευαν στο κρεβάτι τους να πιάσουν το φεγγάρι. Και πόσα θα ξυπνούσαν το πρωί διαβεβαιώνοντας τη μαμά τους ότι τα είχαν καταφέρει. Και μετά ο νους μου πήγε και σε εκείνο το ένα παιδάκι το πιο σιωπηλό από όλα. Που ξέρει από τα πέντε του πως το φεγγάρι δε μπορεί να το αποκτήσει τελικά πραγματικά κανείς.

Saturday, June 26, 2010

οι φυσικοί άνθρωποι


Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που συναντώ σπάνια, γι' αυτό και τους θαυμάζω: αυτοί που ονομάζω οι "φυσικοί άνθρωποι".

Οι φυσικοί άνθρωποι όταν κάνει κρύο κρυώνουν κι όταν έχει ζέστη ζεσταίνονται. Όταν είναι κουρασμένοι κοιμούνται και κουράζονται μόνο ύστερα από έντονη σωματική (ή πνευματική) δραστηριότητα. Τρώνε όταν πεινάνε και πίνουν νερό όταν διψούν. Σταματούν να τρώνε όταν χορταίνουν και ξαναπίνουν νερό μόνο όταν διψάσουν ξανά. Δεν τους πειράζει που ιδρώνουν, κι είναι πλήρως συμφιλιωμένοι με κάθε βιολογική τους ανάγκη - ακόμα και με το φόβο, που εσύ καταχωνιάζεις με το που τον προαισθανθείς.

Οι φυσικοί άνθρωποι όταν τους μιλάει κάποιος σοβαρά, καταφέρνουν να παραμένουν σοβαροί και να προσέχουν το συνομιλητή της - λες και τους ενδιαφέρουν όλα τα θέματα συζήτησης του κόσμου. Κι όταν τους λες αστεία - ακόμα και χαζά - ξεκαρδίζονται στα γέλια σαν να διασκεδάζουν περισσότερο με την πρόθεση, παρά με το ίδιο το αστείο.

Ξέρουν πολύ καλά να σιωπούν για θέματα που δεν κατέχουν και να μιλάνε μέχρι το σημείο που γνωρίζουν, σε όσα υπάγονται στο γνωστικό τους πεδίο. Δε ντρέπονται να κάνουν ερωτήσεις, ούτε να πουν "δεν ξέρω" όταν κάτι τους διαφεύγει. Και εννοείται πως δεν κατεβάζουν ποτέ τα μάτια όταν ομολογούν την άγνοιά τους.

Οι φυσικοί άνθρωποι ήρθαν στη ζωή ανοιχτοί να τη μάθουν. Μοιάζουν λες και γεννήθηκαν γνωρίζοντας ότι το ανθρώπινο είδος έχει όρια και πέρασαν χρόνια πολλά να τα εντοπίσουν. Είναι σε άμεση συνάρτηση με τη φύση και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της. Κοιτάζοντας τους καμιά φορά έχεις την αίσθηση πως πρόκειται για μια διακριτική συνέχεια της φυσικής νομοτέλειας. Σαν ένα μικρό λουλούδι ή ένα αιωνόβιο δέντρο. Και κάπου βαθιά μέσα σου, έχεις την πεποίθηση πως είναι αναπόφευκτο, μετά από 100 χρόνια, να πεθάνουν σοφοί και γήινοι την ίδια στιγμή.

Ο, τι διατυπώνουν οι φυσικοί άνθρωποι είναι αυτό και τίποτα άλλο. Η σαφήνεια είναι χαρακτηριστικό τους και τα πάντα - ακόμα και τα πιο βαθιά συναισθήματα, αυτά που εσένα σε αποσυντονίζουν - γι' αυτούς απαιτούν απλά μια πιο προσεκτική διατύπωση. Δεν αφήνονται σε τίποτα αν δεν το νιώσουν και δε νιώθουν τίποτα αν δεν σκιρτήσει μέσα τους φυσικά και αβίαστα.

Οι φυσικοί άνθρωποι ξέρουν να αγαπούν. Και να το λένε. Και να είναι - ό, τι είναι. Τίποτα πάνω τους και μέσα τους δεν είναι περιττό κι όσα καταγράφονται δικά τους είναι δεδομένα κι αυτονόητα σαν τα φτερά ενός πουλιού ή την ουρά μιας γάτας.

Αν μέχρι τώρα δεν είχες την τύχη να συναντήσεις κάποιο φυσικό άνθρωπο, αν ποτέ βρεθεί στο δρόμο σου, δέξου τον στη ζωή σου με ευγνωμοσύνη σαν μια ξαφνική καλοκαιρινή βροχή σε ένα άνυδρο τοπίο.

Κι ίσως, εσύ, που μια ζωή μάζευες στοιχεία και στατιστικές και κατασκεύαζες ιδανικές συνθήκες ευτυχίας, πάρεις μια μικρή ιδέα του τί σημαίνει να ανθίζεις. Απλά και φυσικά. Σαν να γεννήθηκες από πάντα γι' αυτό.


Sunday, June 20, 2010

Raoul


Τα έχουμε ξαναπεί. Είμαι στη φάση που συγκινησιακά έχω τον γενικό κατεβασμένο. Όλα τα δυνατά συναισθήματα μου φαίνονται ήδη βιωμένα και αποφορτισμένα. Κάθε φορά που η καρδιά πάει να ενεργοποιηθεί παρεμβαίνει η σκέψη και της λέει κάτι του τύπου: "μην κουράζεσαι και πολύ, τούτο εδώ προσπαθεί να σε συγκινήσει όπως εκείνο το άλλο πριν τόσο καιρό" και αναπτύσσονται άμυνες και αφήνω το κάθε τί να περνάει από μέσα μου χωρίς να με αγγίζει.

Περνούν από τα μάτια μου δελτία τύπου, αφιερώματα, συνεντεύξεις, προτάσεις φίλων για τα φεστιβάλ και τις εκδηλώσεις του καλοκαιριού κι απλά αδιαφορώ. Κάποια χρόνια πριν θα είχα στηθεί στις ουρές για να δω την Isebelle Huppert ως Blanche Dubois και Ibsen από τον Ostermeier. Φέτος βαριέμαι ακόμα και να το συζητήσω. Ίσως γιατί ξέρω εκ των προτέρων πως θα κάθομαι στη θέση μου και θα αδυνατώ να επικοινωνήσω με το λόγο και τις εικόνες. Και θα αρκεί το πρώτο ποτό μετά για να γλιστρήσει η παραμικρή ανάμνηση από το κεφάλι μου και να είναι όλα όπως πριν, έχοντας χάσει μια ακόμα πιθανότητα συγκίνησης.

Και από το πουθενά σκάει ο Raoul του James Thiérrée, που από παρόρμηση καταφέρνω να βρω εισιτήρια κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή και μοιάζει να ανατρέπει τα πάντα: Ένας άνδρας μόνος του στη σκηνή για δύο ώρες, σα Μπεκετικός κλόουν σε μια έρημη χώρα να αντιμετωπίζει τους δαίμονες του εαυτού του, σε ένα μεικτό θέαμα (που κάπου άκουσα να το αποκαλούν "ρομαντικό τσίρκο" και μου άρεσε πολύ).

Καθώς κοίταζα χαμένος τον υπερτάλαντο εγγονό του Charlie Chaplin να επιδεικνύει τις σκηνικές του δυνατότητες, σκεφτόμουν ακόμη μια φορά πόσο σπουδαία είναι η Τέχνη τελικά, που μπορεί σε μια ανύποπτη στιγμή να σε τραβήξει εντελώς απροειδοποίητα από τη μιζέρια σου και να σε περάσει σε κάτι άλλο, που ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματική σου ζωή (ή αυτό τέλος πάντων που θεωρείς πραγματική ζωή). Κι ευχόμουν να ήμουν πάλι 18 για να έχω την πεποίθηση ότι η ολοκληρωτική ομορφιά που παρακολουθούσα να δημιουργείται μπρος στα μάτια μου θα μπορούσε να μου αλλάξει τη ζωή.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα όπως κάθε πρωί τον τελευταίο καιρό, με μια extra μικρή υποψία αισιοδοξίας ή - για να είμαι πιο ακριβής - προοπτικής. Σκέφτηκα πως αν η Τέχνη κι η μεταφυσική της δε μας αποκαλύπτονται στην ολότητά τους ή με τη συχνότητα του παρελθόντος, είναι μάλλον επειδή μεγαλώνουμε κι έχουμε αρχίσει ανάμεσα σε όλα τ' άλλα που παίρνουμε ως δεδομένα να περιλαμβάνουμε και τη συγκίνηση. Και χώρια απ' αυτό με τον καιρό κλείνουμε και τους παιδικούς διαύλους επικοινωνίας με την ομορφιά. Μάθαμε δυο δρόμους, τους συνηθίσαμε και αφήσαμε όλους τους άλλους να χορταριάζουν από την αχρηστία.

Αποφάσισα λοιπόν να ανοίξω και πάλι τους πόρους και να γίνω δέκτης: αν όχι της συγκίνησης, που έχει χάσει τη δυναμική της, έστω της προοπτικής της. Να πηγαίνω εκεί που λειτουργούν οι πιθανότητες και να περιμένω υπομονετικά την ενεργοποίηση των κοιμισμένων νεύρων. Αν είναι κάτι άλλωστε που μας έχει μάθει ο χρόνος που περνά καθώς μεγαλώνουμε είναι η υπομονή.

Αφού κλείσαμε τους πολλούς δρόμους, ας σταθούμε στους 2-3 που απέμειναν, περιμένοντας...


Thursday, June 10, 2010

Όρια


Μια πολυτέλεια μη στερήσεις ποτέ από τον εαυτό σου: τα όρια του. Είτε φτάνουν μέχρι την πόρτα του σπιτιού σου, είτε μέχρι το φεγγάρι και τα μεγαλύτερα βάθη της θάλασσας, μην παρασυρθείς κι αφήσεις άλλους να σε χαρτογραφήσουν. Αν δε βάλεις εσύ τα όρια σου, δε θα σε ταξιδέψει κανείς σωστά, όσο κι αν το επιθυμήσεις. Βάλε στο μυαλό σου καλά ότι "γίνομαι τα πάντα" δε σημαίνει "δεν τελειώνω πουθενά": "Γίνομαι τα πάντα" σημαίνει "εδώ που τελειώνω, για κάποιον γίνομαι πατρίδα". Γιόρτασε τα όρια σου. Θα διώξουν αρκετούς τυχοδιώκτες και θαλασσοπόρους του άπειρου από κοντά σου‧ αυτούς όμως δεν τους έχεις ανάγκη. Δε θα σε κατοικούσαν έτσι κ αλλιώς για πολύ. Εσύ ζητούσες πάντα τους ταξιδευτές που έψαχναν πατρίδες. Ο Οδυσσέας είναι το παράδειγμά σου κι όχι ο Μαγγελάνος. Αυτός που γύρισε μύθο και αλήθεια για τα στενά όρια μιας αγαπημένης πατρίδας κι όχι εκείνος που γύρισε τον κόσμο για να οριοθετήσει το άγνωστο. Κι αν στο μέτρημα των ορίων σου δε βγεις νέα Ήπειρος, ούτε καν μια χώρα, αλλά ένα μικρό νησάκι χαμένο σ' έναν αχανή ωκεανό, ζήσε τη χαρά της μοναδικότητας σου, εστίασε στις ανάγλυφες διαφορές σου από κάθε Ήπειρο, χώρα ή άλλο νησί. Κι αν δεν είσαι η γη της επαγγελίας για όλους, μη δώσεις σημασία. Λίγοι θα σε ταξιδέψουν, λίγοι θα σε κατοικήσουν, ένας θα σου δώσει το οριστικό σου όνομα. Αυτό που θα υπαγορεύσει το σχήμα που θα σου χαρίσουν τα όρια σου. Τα μοναδικά. Ο εαυτός σου.


Tuesday, June 08, 2010

iphone4



Ο Sam Mendes συνδέει τη νέα τεχνολογία του iPhone 4 της Apple με τη νοσταλγία και μεταμορφώνει ένα τηλέφωνο από απλό φετίχ σε κλασικό κομμάτι (πριν ακόμα κυκλοφορήσει επίσημα). Μη γελιόμαστε: το θέλεις και το θέλω. Κι ας μην το χρειαζόμαστε πραγματικά.


Friday, June 04, 2010

Σκέψεις.

Να σου πω γιατί δε γράφω πια; Γιατί το μυαλό μου αρνείται πεισματικά να παραδοθεί στο βάθος ενός συλλογισμού. Για πολλοστή φορά κατεβάζει ρολά σε κάθε συμβολισμό και σημειολογία. Αγνοεί την πορεία προς ένα συμπέρασμα και αρκείται στο ίδιο το συμπέρασμα. Στο όποιο συμπέρασμα. Στο ότι η γη είναι επίπεδη και το νερό βράζει στους 12 βαθμούς. Αν μου το πεις δε θα το ψάξω περισσότερο: θα σου πω "οκ" με την ελπίδα να με αφήσεις άμεσα στην απόλυτη ησυχία μου.

Η μεγαλύτερη συγκίνηση (ή ορθότερα προοπτική συγκίνησης) αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση με ένα "χμ...". Και περνάει νερό. Φεύγει και δεν καταβάλω καμιά προσπάθεια να την κρατήσω, έστω για μια βόλτα με λουρί γύρω από το τετράγωνο. Εγώ που εντόπιζα τη συγκίνηση στον τρόπο που κινείται το πλάνο μιας κάμερας ή στη γραμμή ενός ανεπαίσθητου βιολιού σε ένα μουσικό κομμάτι αφήνω κινηματογραφικά καρέ και τραγούδια να παίζουν αδιάφορα το ένα μετά το άλλο στο background.

Ακόμα κι αυτή τη στιγμή που προσπαθώ να τα βάλω σε σειρά καταπιέζομαι τρομερά. Σαν να έχω πάρει διαζύγιο από τις λέξεις και τα νοήματα τους. Σαν να αδυνατώ να συνθέσω μια αλυσίδα μεγαλύτερη των 5 κρίκων και δυο συλλογισμών. Κι αυτό μάλλον συμβαίνει γιατί στα μέχρι τώρα χρόνια μου είπα πολλά. Κι έγραψα περισσότερα. Κι ήταν όλα τους σχεδόν σιωπές, που επειδή δηλώθηκαν κάποιοι τις παρεξήγησαν ως απόψεις. Και μαζί τους τις παρεξήγησα κι εγώ, κι είπα: αυτά είναι τα πιστεύω μου, τα λίγα. Και δεν κουράστηκα να ψάξω άλλα. Και τώρα που ξεθύμαναν, έμεινα να πλησιάζω τα 30 χωρίς κάτι στέρεο να επικαλούμαι όταν ξεφεύγει η σκέψη.

Κι έμεινα να ονειροβατώ σε άγνωστες παράλληλες πραγματικότητες που ενώ ήταν τόσο καιρό καταφύγια, τώρα έγιναν άγονοι τόποι κι αφιλόξενοι. Και νιώθω πως δεν είμαι πια το παιδί του σινεμά και του θεάτρου και της Τέχνης γενικά. Γιατί δεν είμαι καν παιδί και γιατί αρνήθηκα πεισματικά να ενηλικιωθώ μέσα σ' αυτό. Και νιώθω να πλησιάζει μια μακρινή ανάγκη να διώξω τα πάντα από μέσα μου, όλα τα απομεινάρια της μέχρι τώρα ζωής μου που απέτυχαν να με εξηγήσουν και να με εφεύρω από την αρχή.

Κι αυτόν το νέο άνθρωπο, που δεν ξέρω πως θα μοιάζει ή τι θα πιστεύει, θα τον βγάλω στο δρόμο και θα του δείξω τον κόσμο απ' την αρχή. Τον πραγματικό κόσμο. Αυτόν που αρνείται να δει και κατά πάσα πιθανότητα θα τον τρομάξει. Κι η πιο βαθιά ελπίδα μου, είναι να γυρίσει τρομαγμένος στα παλιά του καταφύγια και να ναι πάλι όλα γνώριμα και οικεία. Κι αυτός σαν να τα συναντά πρώτη φορά, θα τα καταλάβει. Και θα ανήκει εκεί για πάντα.


Friday, May 21, 2010

Το Μουσείο


Έχω ένα μουσείο. Ψέματα. Έχω πολλά. Για το κάθε τι κι από ένα. Έχω ένα μουσείο για το πιο παλιό παρελθόν μου το γονιδιακό. Έχω ένα άλλο για το πρόσφατο. Έχω ένα τρίτο για τη συλλογική μνήμη. Κι άλλο για τα συνταγματικά μου δικαιώματα και την πορεία μου προς αυτά (πως έφτασα να είμαι ελεύθερος και τα ρέστα). Σε ένα άλλο μουσείο έχω ζωγραφιές τούτου του τόπου και σε ένα άλλο αγάλματα. Απομεινάρια ενός παρελθόντος. Που είναι και μέλλον. Μάλλον. Απομεινάρια όμως σ’ αυτή τη γη την ευλογημένη δεν έχει μόνο μέσα σε μουσεία, αλλά παντού. Περπατάω ανάμεσα σε αρχαίους ναούς και αγορές. Χτίζω σπίτια σε αρχαία νεκροταφεία. Βρίσκω στις θάλασσες κομμάτια από αμφορείς και σκεύη. Βλέπω θέατρο σε αρχαίες ορχήστρες. Είμαι το θραύσμα ενός αγγείου. Το κομμένο χέρι ενός αγάλματος. Βγαίνω στον κόσμο κι ανταλλάζω το παρελθόν μου. Παίρνω λίγο από εδώ, λίγο από εκεί. Αναζητώ τον εαυτό μου στην Τέχνη και τη γλώσσα άλλων λαών. Δεν έχω πατρίδα. Ούτε όνομα συγκεκριμένο. Στην πραγματικότητα είμαι κι εγώ ένα απομεινάρι. Ενός πολιτισμού. Και στην πορεία μου στον κόσμο εκθέτω εαυτόν σε μια σειρά από μουσεία.


Tuesday, May 18, 2010

Μεταβάσεις


Σου 'χω μιλήσει για τη σχέση μου με τις μεταβάσεις, έτσι; Αν με διαβάζεις τακτικά, αυτή τη στιγμή γνέφεις καταφατικά με συγκατάβαση. Και σε ευχαριστώ γι' αυτό. Μου δίνει δύναμη να συνεχίσω.

Με τις μεταβάσεις λοιπόν έχω ζήτημα: ακόμα και τον παράδεισο να μου τάξεις ενώ είμαι κλεισμένος σε ένα υπόγειο, καθώς θα πακετάρω θα έχω δεύτερες σκέψεις. Θα κοιτάζω τριγύρω το άδειο δωμάτιο και θα λέω: "μα αν φύγω από δω θα είμαι εγώ; ή θα γίνω κάτι άλλο;"

Το δράμα με μένα είναι ότι νομίζω πως άλλους μας κάνει ακόμα κι ένα αριστερό βήμα που διαδέχεται ένα δεξί. Η ένα ποτήρι κόκκινο κρασί αντί για το λευκό που έχουμε συνηθίσει. Τυχαία τα παραδείγματα, αλλά το πιάνεις το θέμα. Είμαστε φτιαγμένοι για να είμαστε συνεχώς άλλοι. Θα μου πεις : "τί τις φοβάσαι τις αλλαγές; καλό πράμα είναι ν' αλλάζουμε: εξέλιξη, πρόοδος, ποικιλία" κι ένα σωρό άλλα τέτοια, απολύτως λογικά - κι εγώ θα στα 'λεγα στη θέση σου- επιχειρήματα αγνών προθέσεων.

Δυστυχώς όμως, με μένα δε λειτουργεί ακριβώς έτσι. "Είμαι πιο πιστός απ' όσο σχεδιάζω" (δεν το έγραψα τυχαία προφανώς αυτό το τραγουδάκι της Τάνιας). Είναι μάλλον που έχω αυτό το θέμα με τη σταθερότητα. Μπορεί να γκρινιάζω, να διαμαρτύρομαι, να βαριέμαι εύκολα, αν με βγάλεις όμως από τις σταθερές μου αποσυντονίζομαι. Νιώθω σαν ψάρι έξω απ' το νερό, αμήχανος και μουδιασμένος.

Κι όλο αυτό γιατί μου φαίνεται αδιανόητο να αλλάξω το παραμικρό πριν καταφέρω να εξηγήσω επαρκώς το φλέγον, όσο και διαχρονικό, ερώτημα του κυρίου Edward Kleban: "who am I anyway..?" πριν την όποια μετάβαση. Και κάθε φορά εκεί που είμαι στο παρά πέντε να βγάλω ένα πόρισμα για μένα, εκεί πρέπει να αρχίσω να δουλεύω με νέα δεδομένα και φτου κι απ' την αρχή - σαν τον δόλιο το Σίσυφο, που έσερνε το βράχο της ύπαρξης μέχρι την κορφή και λίγο πριν τα καταφέρει κυλούσε πάλι πίσω.

Τουλάχιστον στην πτώση αυτού του επεισοδίου κατέληξα στο αναπαυτικό στρώμα ενός ολοκαίνουργιου υπέρδιπλου designάτου κρεβατιού. Δεν το λες κι άσχημα. Κι όμως ο ύπνος δεν ήταν τόσο ειδυλλιακός όσο θα περίμενε κάποιος: γιατί σήμερα το πρωί, ξύπνησα έχοντας την αίσθηση πως έχω ξεπουλήσει ένα προς ένα τα καταγεγραμμένα όνειρα μιας ολόκληρης ζωής.


Tuesday, May 11, 2010

Evita


Ναι, εσύ... με τα υψωμένα χέρια στο μπαλκόνι της Casa Rosada.
Εκεί στην αρχή της Δεύτερης Πράξης.
Κοίτα που θα ανταμώσουμε ξανά τόσα χρόνια μετά.
Και θα με δεις να θυμάμαι τον παραμικρό στίχο
και την πιο ανεπαίσθητη νότα.

Και θα μαι πάλι εκείνο το παιδάκι το κλειστό,
που μάθαινε επιμελώς το μιούζικαλ,
και αποκαλούσε τους ανθρώπους του
με τα μικρά τους ονόματα
και αποστήθιζε,
και μετέφραζε
και έφτιαχνε στο κεφάλι του
φανταστικά ανεβάσματα.

Και το Don't cry for me Argentina
γι' απόψε μόνο - και για μένα,
τόσα χρόνια μετά,
θα επιστρέψει σ' εκείνη την πρώτη του εκδοχή:

It's only your lover returning...


Friday, May 07, 2010

το κακτάκι


Η φροντίδα μου δεν αξιώθηκε ποτέ κανένα ζωντανό πλάσμα. Καμιά ευθύνη δε μου ανατέθηκε ποτέ και τίποτα απροστάτευτο δε βρήκε καταφύγιο στην προσοχή μου. Το ‘χω μεγάλο παράπονο, που όταν ανατρέχω στα παιδικά μου χρόνια δεν ανακαλώ την μιμητική γονεϊκή ιδιότητα των παιδιών. Ούτε θυμάμαι να έχω υπάρξει ιδιαίτερα χρήσιμος και αναγκαίος σε κάποιο ζώο ή φυτό ή άνθρωπο.

Θυμάμαι μόνο ένα-δυο μεμονωμένα χρυσόψαρα, αραιά και που, που ξέχναγα να ταίσω ή που τάιζα υπερβολικά συχνά και πολύ γιατί με ενθουσίαζε η εμμονή τους να τρώνε ό, τι και όσο τους δίνεις. Τα χρυσόψαρα όμως δεν είναι ευθύνη. Απλά υπάρχουν σε έναν αυστηρά δικό τους χώρο που τυχαίνει να πιάνει ένα μικρό μέρος του δικού σου χώρου. Δε σου ανταποδίδουν αγάπη, ούτε δίνουν ιδιαίτερη σημασία αν είσαι χαρούμενος η λυπημένος. Δε γνωρίζουν καν το πρόσωπό σου – πώς θα μπορούσαν άλλωστε, έτσι παραμορφωμένος που φαίνεσαι μέσα από το νερό- αλλά ακόμα κι αν το γνώριζαν θα το ξεχνούσαν την επόμενη στιγμή μιας κι η μνήμη δεν είναι το δυνατό τους σημείο. Ακόμα κι οτι τα ταίζεις δεν στο αναγνωρίζουν‧ θεωρούν ότι η τροφή τους πέφτει ως μάννα εξ’ ουρανού κι αν τα αφήσεις νηστικά δε θα σου χρεώσουν το θάνατό τους. Κατά πάσα πιθανότητα θα σκεφτούν πως ο θεός αποφάσισε να κόψει τις παρτίδες μαζί τους. Έτσι απλά.

Θυμάμαι κι ένα μικρό άσχημο πουλί – νομίζω καρδερίνα – που άφησα ανοιχτή την πόρτα του κλουβιού του μια μέρα που πάσχιζα να το ταίσω, γιατί μου φαινόταν υπερβολικά θλιμμένο στη φυλακή του. Θυμάμαι να πετάει τρομαγμένο άτσαλα έξω απ’ το κλουβί μαζί με το βάρος της δικής μου ευθύνης. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου θύμωσε και μου είπε ότι αυτό το πουλί δε θα πάει μακριά γιατί δεν έχει μάθει να επιβιώνει μόνο του κι είτε θα πεθάνει αποκαμωμένο σε κάποια γωνιά του δρόμου, είτε θα το κατασπαράξουν γάτες από τις οποίες δεν έχει ιδέα πως να προστατευτεί. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως ευθύνη είναι βάρος που κουβαλάς ακόμα κι όταν δεν έχεις την ευθύνη, κι ενοχές για τη μοίρα ενός πλάσματος ακόμα κι όταν κόψεις τους δεσμούς μαζί του. Δεν πρέπει να ήμουν πάνω από εφτά χρονών.

Σκύλο δεν είχα ποτέ. Αυτό το πλάσμα που μπορεί να σου μάθει τι σημαίνει φροντίδα, ανταπόδοση, πίστη, αφοσίωση δεν πέρασε ποτέ το κατώφλι των ευθυνών μου. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα, δεν έχω μάθει να επικοινωνώ με αυτό το είδος. Με αγχώνουν οι ρυθμοί του και η κίνηση του στο χώρο. Η δίχως αντάλλαγμα τρυφερότητά του μου φέρνει μέχρι και σήμερα αμηχανία κι έχει διαμορφώσει σε ένα μεγάλο βαθμό την πίστη μου στους ανθρώπους. Γάτες ναι, ένα σωρό. Κλεμμένες, δανεικές, αδέσποτες, απροστάτευτες, έβρισκαν πάντα αθόρυβες και νωχελικές το δρόμο τους στη ζωή μου κι είχαν όλες το ίδιο πρόσωπο και την ίδια αίσθηση στο χάδι. Το δέσιμο μαζί τους είναι μεταφυσικό και με έναν ιδιαίτερο τρόπο σε τακτά χρονικά διαστήματα στοιχειώνουν μέχρι και σήμερα τα όνειρα μου. Οι γάτες όμως δεν είναι ευθύνη. Είναι το ακριβώς αντίθετο της ευθύνης. Είναι ελεύθερες κι ανεξάρτητες. Δεν έχουν να κερδίσουν από σένα τίποτα που δε θα μπορούσαν να κερδίσουν από οποιονδήποτε άλλο. Κι αν μένουν μαζί σου είναι γιατί κάτι στην ενέργεια σου τις κρατάει κοντά σου. Έχω βαθιά πίστη ότι οι γάτες είναι μεταφυσικά διαισθητικές. Ίσως πάλι και όχι. Ευθύνη όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση. Και δεν αποκλείεται αυτός να είναι ο κύριος λόγος που τις αγαπώ με έναν τρόπο μυστήριο κι ανεξήγητο από παιδί.

Με τα φυτά δεν είχα ποτέ πάρεδωσε, ούτε όμως κι επιθυμία να αποκτήσω. Δε με έχουν πείσει ότι είναι πραγματικά ζωντανά, ακόμα κι αν το ισχυρίζονται με ιδιαίτερη θέρμη πολλοί, κι ομολογώ πως δε συμμερίζομαι ιδιαίτερα την ομορφιά τους. Πρόσφατα όμως απέκτησα ένα κακτάκι. Ένα μικρό ατσούμπαλο αγκαθωτό κακτάκι σε ένα πλαστικό γλαστράκι. Το κακτάκι αυτό, όταν μου δωρίστηκε, το συνόδευε η φράση: «πρόσεξέ το, είναι ευθύνη». Η λέξη χτύπησε καμπανάκι και μάλλον φάνηκε στο πρόσωπό μου γιατί ήρθε αμέσως το συμπλήρωμα: «...όχι μεγάλη! Θέλει σπάνια λίγο πότισμα. Οι κάκτοι έχουν μάθει να επιβιώνουν». Τύλιξα το κακτάκι σε μια χαρτοσακούλα και το έβαλα στην τσάντα μου. Όταν επέστρεψα σπίτι το θυμήθηκα.

Το βρήκα ταλαιπωρημένο και λίγο στραπατσαρισμένο. Το χώμα του είχε σκορπίσει στη σακούλα. Εκείνη τη στιγμή το ένιωσα ζωντανό. Και θλιμμένο. Και ευθύνη. Το έβγαλα προσεκτικά, φύσηξα το χώμα που είχε σκεπάσει τα μικρά του αγκάθια, έστρωσα με ένα κουτάλι το υπόλοιπο που είχε φύγει από το γλαστράκι και το ακούμπησα πάνω σε ένα ράφι. Το κακτάκι που ξέρει να επιβιώνει τα είχε καταφέρει ακόμη μια φορά. Κι εκείνη τη στιγμή μου πέρασε απ’ το νού πως η μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να σου δώσει μια ευθύνη, είναι να μην σου καταλογιστεί ποτέ ως τέτοια. Να περιορίζεται στο χώρο που δίνεις σε κάποιον ή κάτι για να επιβιώσει. Κι ας μη σου αναγνωριστεί ποτέ η βοήθεια. Ας είναι η μοναδική ανταμοιβή η αμοιβαία ελευθερία μιας συνύπαρξης απαλλαγμένης από ευθύνες...


Tuesday, May 04, 2010

the boy



Κι όσο τα συγκινητικά έρχονται από εκεί που δεν τα περιμένεις, υπάρχει ακόμα η χαρά μιας Άνοιξης...


Sunday, May 02, 2010

backstage


Σβήνουν τα φώτα. Οι φωνές του κόσμου σταδιακά γίνονται ψίθυροι. Περιμένεις στην κουίντα. Εγώ μαζί σου λίγο πιο πίσω. Στην οθόνη ξεκινά να παίζει το αρχικό βίντεο - ακούγεται το πιάνο του Legrand κι ο άνεμος της Simone. Έχεις τραβήξει λίγο το ύφασμα να τσεκάρεις τον κόσμο, να εξοικειωθείς οπτικά με τη σκηνή (κι ας την έχεις οργώσει αμέτρητες φορές). Παίζεις νευρικά με το μικρόφωνο που κρατάς στο χέρι σου. Το πιάνο σου δίνει τόνο. Με κοιτάς και μου χαμογελάς. Μου κλείνεις το μάτι. Κατεβάζεις το κεφάλι, κλείνεις τα μάτια, παίρνεις βαθιά ανάσα κι αρχίζεις να τραγουδάς - κρυμμένη ακόμα, στην ασφάλεια της κουίντας. Η φωνή σου μεταδίδεται στην κεντρική αίθουσα από τα μεγάφωνα. Η εικόνα σου είναι ακόμα εκεί μαζί μου. Η φωνή ανήκει στη σκηνή, η φιγούρα σε ένα αγχωμένο κοριτσάκι στα παρασκήνια. Στο ρεφρέν δίνεις μια και χάνεσαι στο φως. Χειροκρότημα. Την είσοδο σου την έχουμε προβάρει - κι είσαι σίγουρη. Παρακολουθώ λίγο απ' το πλάι. Ο μηχανισμός πυροδοτήθηκε. Η παράσταση ξεκίνησε. Ανοίγω την πόρτα των παρασκηνίων και βυθίζομαι αθόρυβα στο σκοτάδι της αίθουσας. Σε κοιτάζω από την άκρη της σκηνής να καίγεσαι στο φως των προβολέων και των βλεμμάτων. Όταν σου είχα χαρίσει το Σχοινοβάτη του Genet, σου είχα πει "δε νοείται άνθρωπος να πατάει τη σκηνή χωρίς να τον μελετήσει". Από τότε λες ότι είναι το αγαπημένο σου βιβλίο. Όσο το δηλώνεις είσαι ασφαλής. Αλλάζω θέση στο χώρο να τσεκάρω την ορθότητα της εικόνας: τις κινήσεις, τις μεταβάσεις. Φτάνω στο σημείο που 5 χρόνια πριν είχαμε αναρωτηθεί αν θα κάναμε ποτέ μια τέτοια παράσταση σε μια τέτοια σκηνή. Κι είχαμε κι οι δυο το λαμπερό βλέμμα ενός μακρινού ονείρου. Παράξενη ζωή. Τα παιδιά που κάθονται στη θέση μας έχουν ακριβώς το ίδιο βλέμμα. Θέλω να τους πω πως 5 χρόνια δεν είναι πολύ για ένα όνειρο. Μοιάζουν να το ξέρουν. Όπως κι εμείς -φαντάζομαι- τότε. Είναι όμορφοι οι άνθρωποι όταν ονειρεύονται. Σηκώνω το βλέμμα όπως η σκηνή σηκώνει τη μορφή σου και την κάνει σήμα φλογερό για το κοινό. Εσύ στη σκηνή, εγώ στο σκοτάδι. Ένα αγόρι να περιμένει πάντα στην πλατεία, ένα κορίτσι να περιμένει πάντα στα παρασκήνια. Χειροκρότημα. Πότε φτάσαμε εδώ;


Saturday, May 01, 2010

hey babe...


Ήταν ένα μεγάλο ανούσιο τραπέζι, από αυτά που συντίθενται από πρόσωπα αβάσιμης οικειότητας. Φίλους που τους μάζεψαν οι περιστάσεις, η τυχαιότητα, οι χαμηλές αντιστάσεις, οι δεδομένες συνθήκες – σίγουρα πάντως όχι η συνειδητή επιλογή. Τα ποτά διαδέχονταν το ένα το άλλο, εξίσου ανούσια κι άσκοπα με την ίδια τη συνεστίαση. Ήταν ένα ανοιξιάτικο Σάββατο βράδυ. Ψυχαναγκαστικής –ίσως και λίγο εκβιασμένης- διασκέδασης. Ένα «μη μείνεις μέσα μωρέ – θα μιζεριάσεις χειρότερα». Ένα σπρώξιμο φίλων απ’ το κενό στο άλλο κενό το μεγαλύτερο: το αβάσιμο.

Από τα ηχεία του μαγαζιού ακούγονταν αδιάφορα τραγούδια του συρμού, επιλεγμένα δίχως προσοχή και φροντίδα (τη φροντίδα του dj στα μαγαζιά τη νιώθεις πάντα, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή). Οι κουβέντες περιστρέφονταν γύρω απο φιλοσοφικά ζητήματα, λάθη που έγιναν, αποφάσεις που δεν πάρθηκαν, υπερβολικές προσδοκίες, ματαιότητα, ματαιότητα, ματαιότητα...

Σταδιακά τα πρόσωπα έγιναν κάτι παραπάνω από ανοίκεια: ξένα. Τα χαμόγελα έγιναν απειλή και το τραπέζι παγίδα. Μια εχθρική επικράτεια από την οποία έπρεπε πάση θυσία να ξεφύγω. Ο χρόνος είχε σταματήσει μαζί με την ψύχραιμη σκέψη. Οι τάσεις φύγεις είναι μια παρόρμηση που δε μπορείς να την παλέψεις – όσο κι αν θες (που συνήθως δε θες). Το να μην ανήκεις κάπου είναι ένα ένστικτο τόσο απόλυτο και δυνατό που όταν πυροδοτηθεί δεν έχει επιστροφή.

Καθώς έψαχνα τις τσέπες μου για ψιλά ένιωσα μαζί με τα κέρματα να αφήνω στο τραπέζι και μια χούφτα μεταλλικούς κρίκους από τις αλυσίδες που με έσφιγγαν. Η νυχτερινή μυρωδιά μιας ανοιξιάτικης γαζίας έδωσε την οριστική ώθηση. Έσπρωξα την καρέκλα, είπα μια βιαστική καληνύχτα κι άφησα πίσω μου τα οκτώ πρόσωπα της απόλυτης απορίας να συνεχίσουν την ανοιξιάτικη συνωμοσία τους. Εγώ δεν ήμουν μέρος της. Όχι αυτή τη νύχτα τουλάχιστον.

Η νυχτερινή ησυχία όσο απομακρυνόμουν από το μαγαζί επανέφερε τους παλμούς μου στο ρυθμό τους. Ησυχία. Ο πεζόδρομος της Ερμού ήταν άδειος με μόνη εξαίρεση την επίμονη μυρωδιά της γαζίας. Μέχρι τις αρχές της Πειραιώς η απόλυτη σιωπή. Έξω απ’ το γκάζι ο πανικός των αυτοκινήτων. Δεν ήταν αυτός ο ήχος της στιγμής. Ένα κλικ στο discman: Nina and Strings: η Simone την άνοιξη είναι μεγάλη ευθύνη, Δεν παίζεις μαζί της τις δύσκολες στιγμές. Άλλο κλικ: o Keith Jarrett στο κονσέρτο της Κολονίας: κάτι πιο άγριο, αυτή η πρώτη κίνηση παραφέρνει πολλές μνήμες που δεν είναι της παρούσης.

Το ένα κλικ μετά το άλλο. Η Αθήνα είναι ήχοι, τραγούδια, μουσικές ακροάσεις και ηχητικά τοπία. Θα ήθελα να έχω κάτι πιο επιθετικό στα mp3 μου. Κάτι να βάζει φωτιά στα πάντα. Να συντονίζεται με το βήμα μου καθώς δαμάζει την Πειραιώς και κατευθύνεται στην Πέτρου Ράλλη αποφασισμένο να τη διασχίσει μεταμεσονύχτια μέχρι να φτάσει κάπου, σε ένα συμπέρασμα... σε μια απάντηση... έστω σε ένα «δεν πειράζει, δεν τρέχει και τίποτα, χαλάρωσε...»

Βγαίνω Πέτρου Ράλλη στο ύψος του Ρουφ - Lou Reed: “hey babe, take a walk on the wild side”… μια ζωή ειρωνικό από το αγαπημένο transformer. Οι κιθάρες του Reed είναι ακριβώς ο τι χρειάζεται να συνοδέψει το βήμα ενός χαμένου ανθρώπου σε ένα δρόμο φτιαγμένο αποκλειστικά και μόνο για αυτοκίνητα. Κι ακόμα πιο ιδανικό να συνοδέψει μια βόλτα σε σκέψεις κι αποφάσεις ακόμα πιο άγριες από ένα δρόμο – επικράτεια της ερημιάς και των αδέσποτων σκυλιών...

Όλοι και όλα έμοιαζαν να είναι κόσμους μακριά. Είχε μόνο άνοιξη, νύχτα, ένα ελαφρύ αεράκι εκεί στα ψηλά της γέφυρας, με τα τρένα από κάτω να περνούν, και σταθερά μια επίμονη μυρωδιά γαζίας, λυτρωτική σαν υπαρξιακή απάντηση‧ σαν ένα σήκωμα των ώμων που έκλεινε ένα τεράστιο γιατί. Σε ποια ερώτηση όμως; Ούτε που θυμόμουν. Το μόνο που είχε πια σημασία ήταν μια αίσθηση: πως ένα ολοκαίνουργιο τραγούδι γραφόταν εκείνη τη στιγμή...




Έρωτες #2


Δεύτερο Ραντεβού μας με τους Έρωτες.
Ακόμη μια φορά στους δρόμους της Αθήνας.
Κωδικό όνομα: Άνοιξη.

20 Αθηναίοι μοιράζονται τις ιστορίες,
τις σκέψεις,
τους δρόμους τους.

Από χτες οι Έρωτες κυκλοφορούν ελεύθεροι
σε επιλεγμένα σημεία της πόλης.

(δικτυακά τους τσεκάρεις εδώ)


Wednesday, April 28, 2010

2x30



(είδες άμα περνάς καλά πως περνά ο καιρός;)


Monday, April 26, 2010

Δευτέρα [πάντα]


Δυο χρόνια πριν, τέτοια εποχή, σου έγραφα αυτά. Ήταν ο, τι μου είχε έρθει το χαρτί του στρατού. Και ο iron man ήρθε σαν από μηχανής θεός, όπως κάθε ταινία δράσης σε στιγμές που καταστρέφεται ο κόσμος γύρω μου. Και μου χάρισε ένα δίωρο εσωτερικής διαχείρισης της νέας συνθήκης. Κι όταν βγήκα από το σινεμά, στη μεγάλη περιπλάνηση που ακολούθησε κατά μήκος της Πειραιώς, συνειδητοποίησα πως μπορώ να αντιμετωπίσω (σχεδόν) τα πάντα, ακόμα κι αν πολλές φορές επιλέγω (όπου με παίρνει) να αδιαφορώ.

Δυο χρόνια μετά, το sequel του Iron Man συμπίπτει με όχι ένα, ούτε δύο, αλλά μισή ντουζίνα χαρτιά κατάταξης να αιωρούνται γύρω μου. Άνθρωποι πολύ δικοί μου και λιγότερο δικοί μου ετοιμάζονται να μπουν (ή όχι) στον παράλογο χορό της στράτευσης κι ο καθένας με το δικό του τρόπο διαχειρίζεται την ολόδική του νέα συνθήκη.

Παραδόξως δεν είμαι έξω από όλο αυτό. Και δεν εννοώ πως συμπάσχω απλά με την αγωνία των φίλων, ούτε ότι κατανοώ τις αγωνίες τους με την εκ του ασφαλούς εμπειρία του ανθρώπου που το πέρασε και βγήκε (λέμε τώρα) αλώβητος απ' όλο αυτό. Νιώθω σαν να είμαι μέρος του όσο κι εκείνοι. Υπάρχει στον αέρα η ενέργεια της καθολικής αλλαγής, της απομόνωσης που πλησιάζει με βήμα γοργό, λες και αποτελεί αναγκαστική συνθήκη του κάθε Μαΐου τούτου του κόσμου.

Εντελώς συμπτωματικά χτες με τσάκωσα να ανατρέχω μηχανικά σε στιγμές και εικόνες της δικής μου θητείας, με τα αεροστεγώς κλεισμένα αισθήματα εκείνων των στιγμών να ξεπετάγονται ολοζώντανα και να στοιχειώνουν το μεσημέρι μου. Κι ανέτρεξα σε σκέψεις ξένες που σκάρωνα τότε σε αλλεπάλληλα moleskine με ταραγμένους κι ανοίκειους γραφικούς χαρακτήρες μη και ξεχάσω την αίσθηση - λες και υπήρχε (ή υπάρχει) περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο.

Και σε μια απρόβλεπτη κουβέντα που είχα χτες το βράδυ είδα πως δεν είμαι ο μόνος που μπήκα απροετοίμαστος εντελώς σ' αυτή την ακούσια διαδικασία. Κι όπως επιλέγω να βλέπω το κάθε τι σε μεταφυσικούς κύκλους (σαν τους στροβιλισμούς των δερβίσηδων), θέλω να πιστεύω πως δεν είναι τυχαία αυτή η συναστρία που σημειώνεται τόσο αφοπλιστική κι απόλυτα επαναληπτική κάθε δύο χρόνια.

Κι ίσως όταν βγω μόνος από το σινεμά αυτή την Πέμπτη, καθώς θα διασχίζω ακόμη μια φορά την Πειραιώς, να πείσω τον εαυτό μου πως όντως μπορώ να αντιμετωπίσω (σχεδόν) τα πάντα, ακόμα κι αν πολλές φορές επιλέγω (όπου με παίρνει) να αδιαφορώ.


Monday, April 12, 2010

Πρόβες


Ένα μόνιμο παράπονο που έχω από τις πρόβες των παραστάσεών μας, είναι ότι δε μπορώ να τις ευχαριστηθώ όσο θα ήθελα.

Ενώ πάνω σε μια άδεια σκηνή νιώθω την ίδια χαρά που ένιωθα όταν ήμουν παιδί και με άφηναν ελεύθερο μπροστά σε μια λευκή κόλλα χαρτί, οι πρακτικές δυσκολίες απασχολούν το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής μου και απορροφούν όλη μου την ενέργεια.

Πώς κάνεις το χαρτί πράξη; Πώς συντονίζεις τα τραγούδια, με τα φώτα, τις εικόνες και την κίνηση, όταν όλα είναι ζωντανοί οργανισμοί που διαμορφώνονται μέχρι -κυριολεκτικά- την τελευταία στιγμή;

Όταν βρισκόμαστε πνιγμένοι μέσα σε ένα τέτοιο κουβάρι μ' αρέσει να σκέφτομαι την παράσταση σαν μια αυτόνομη μεταφυσική οντότητα που είναι στημένη από πάντα, απόλυτα συνειδητοποιημένη για το πως πρέπει ή γουστάρει να είναι και που απλά παίζει μαζί μας, γιατί της κάνει κέφι να νιώθει πως εκείνη ρυθμίζει το παιχνίδι.

Καμιά φορά μέσα στον πανικό της σύνθεσης παγώνω νοερά το χρόνο και παρακολουθώ από απόσταση όλη αυτή την δημιουργική τρέλα σαν μια σοφή χορογραφία οργανωμένη από μια ανώτερη δύναμη, συγγενική της αρμονίας ή της χαράς, ή της πληρότητας, ή ακόμα-ακόμα της ανάγκης.

Φέτος στο Μετρό, λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα μας, τρέχουμε να ρυθμίσουμε τα πάντα για να είμαστε όσο το δυνατόν πιο έτοιμοι για την Παρασκευή. Κι ακόμα κι αν είμαστε έτοιμοι την τελευταία στιγμή, κατά βάθος αυτό είναι που μου δίνει χαρά.

Γιατί ξέρω πως την ώρα που θα χαμηλώνουν τα φώτα και τα παιδιά θα κουρδίζουν τα όργανα τους, όλο αυτό που θα παρουσιάσουμε στα μάτια του κοινού θα πάλλεται ακόμα από το ζεστό αίμα της πρόβας.

Και είμαι πεπεισμένος πια πως δεν υπάρχει πιο ζωντανή παράσταση από αυτή που συντονίζεται με τον παλμό και την αγνότητα μιας πρόβας...


Sunday, April 11, 2010

generique



Βλέπεις πόσο εύκολα γίνεται η ζωή σινεμά;
δε χτυπιέμαι άδικα εγώ να το λέω συνέχεια.
Θέλει μόνο ένα soundtrack να μοιράζεται στα δυο,
μια τυχαία νύχτα, ένα μαζί, μια στιγμιαία παρόρμηση
και ιδού:

μια νέα συνωμοσία.

Μη φεύγεις ποτέ από το σινεμά στα generique.
Κάπου στο τέλος τους,
με μικρά - μικρά γράμματα
γράφει το όνομα σου.


Thursday, April 08, 2010

trip


Ένα ταξίδι μπορεί να γίνει σε ένα απρόβλεπτο τραπέζι ενός μικρού καφέ, πάνω σε μια παρόρμηση της στιγμής. Μπορεί να πέσει σαν πρόταση κεραυνός κι η στιγμιαία σιωπή που θα προκαλέσει μετά τα πρώτα δύσπιστα γελάκια να το κάνει σοβαρή πιθανότητα.

Πόσο απαραίτητες είναι τελικά οι αποσκευές και πόσα πράγματα χρειαζόμαστε πραγματικά για μια απόδραση. Ποιος προγραμματισμός και ποια προτεραιότητα είναι πέρα και πάνω απ' την επιθυμία και την ανάγκη;

"Δεν έχω υγρό φακών", "χρειάζομαι το φορτιστή του κινητού" "κάνα - δυο t-shirt κι εσώρουχα"... "είναι τρελό, πού θα μείνουμε;"

"Μπορούμε να αγοράσουμε τα πάντα από το δρόμο, είμαστε στο κέντρο της Αθήνας - και δυο βήματα από το κέντρο του κόσμου... θα μείνουμε στο πρώτο φτηνό ξενοδοχείο που θα βρούμε."

Πάμε όπως είμαστε τώρα στο αεροδρόμιο; Κι η πρώτη πτήση να μας πάρει μακριά. Όπου να 'ναι. Για 2 μέρες. Σε δυο ώρες να 'μαστε απρόβλεπτοι ξένοι κάπου και δυο απογεύματα μετά να πίνουμε πάλι τον καφέ μας στο ίδιο αυτό τραπέζι γελώντας με την ξαφνική παρόρμηση.

Δεν πίστεψες ότι το εννοούσα. Σκέφτηκες ότι αποκλείεται να γίνει. Κι όμως όσο ψάχναμε τις πτήσεις της easy jet για Λονδίνο, Παρίσι, Βαρκελώνη είχες στο βλέμμα και στη σιωπή μια μικρή υποψία πως μπορεί και να το εννοώ.

Κι αυτή η μικρή εμπιστοσύνη που γέννησε στο πρόσωπό σου η πιθανότητα, απογείωσε ταυτόχρονα 4 αεροπλάνα: για Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο, Barcelona...

Κι ας μην το κουνήσαμε από εκείνο το απρόβλεπτο τραπέζι του μικρού καφέ... (χτες το βράδυ τουλάχιστον.)